H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ  Ή  ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ

  1. H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ Ή  ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

 

  • ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Η Αρχή της δικαιοκρατικής ή δίκαιης δίκης αποτελεί θεμελιώδη αρχή που διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία και συγκεκριμένα το δικαίωμα και την αξίωση του κατηγορουμένου για μία ευπρεπή δικαιοκρατική ποινική διαδικασία .

Στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ περιγράφονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου , άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους,  που εξασφαλίζουν την παραπάνω αξίωση χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτά το σύνολο των πτυχών και των μορφών που μπορούν να προσδιορίσουν το περιεχόμενο αυτής της  αξίωσης και τις οποίες καλούνται τα ανώτατα δικαστήρια να εντοπίσουν  και ανά περίπτωση να εξειδικεύσουν. Ακολουθώντας το παραπάνω σκεπτικό θα μπορούσε κανείς να πει ότι η εν λόγω αξίωση είναι μια αόριστη έννοια που  όμως  θέτει τους άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να κινούνται οι ποινικές διαδικασίες που αφορούν όχι μόνο τον κατηγορούμενο που αναγγέλθηκε από αρμόδια αρχή επίσημα και με υπηρεσιακή πράξη αλλά  και κάθε άλλο ύποπτο πρόσωπο εναντίον του οποίου λαμβάνονται μέτρα από τα οποία εμμέσως πλην σαφώς συνάγεται κατηγορία (προκαταρτική εξέταση , προανάκριση κτλ) έστω κι αν δεν έχει αρχίσει ακόμη η ποινική κατ’ αυτού διαδικασία, δίνοντας του έτσι το δικαίωμα να οργανώσει καλύτερα την αμυντική του γραμμή .

 

  • ΒΑΣΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ  Ή ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ

 

  1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Πρωταρχική έκφανση κατά το άρθ 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ είναι το δικαίωμα του κατηγορουμένου για ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί και λειτουργεί νομίμως . Με διαφορετικό τρόπον εκφραζόμενο το παραπάνω δικαίωμα μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: αν έστω και ένας δικαστής δεν είναι αμερόληπτος και ανεξάρτητος αρκεί για να κριθεί ότι το δικαστήριο δεν είναι  ανεξάρτητο και αμερόληπτο. Ένας δικαστής ή και ένορκος , για να θεωρηθεί ότι δεν είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος αρκεί να προκαλούνται στον ενδιαφερόμενο φόβος και υπόνοιες μεροληψίας και αμφιβολίες που είναι αντικειμενικά δικαιολογημένες δηλ. να υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που να διατυπώνονται και να μπορεί να ελεγχθεί η εγκυρότητα τους όσο και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να στερήσουν  στον κατηγορούμενο το δικαίωμα του για μια δίκαιη δίκη . Τέτοιοι  λόγοι μπορεί να είναι: α) η επιλογή του από πρόσωπα που έχουν συμφέρον από  την έκβαση της δίκης (π.χ υπόθεση Κουλία κατά Κύπρου  στην οποία γιός δικαστή εργοδοτούνταν ως δικηγόρος από εταιρεία που εκπροσωπούσε έναν από τους διαδίκους), β) η σχέση του με τους διαδίκους (συγγενική , φιλική , εχθρική π.χ στην υπόθεση Kristiansen  V Norway ,  ένορκος είχε φιλικές σχέσεις με το θύμα του βιασμού) γ) η σχέση του με την υπόθεση  επειδή έχει πάρει θέση σε άλλη συναφή δίκη κ.α (π.χ. υπόθεση De Haan κατά Ολλανδίας όπου ο ίδιος Δικαστής συμμετείχε στο πρωτοβάθμιο αλλά και Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο) δ) σε κάθε άλλο γεγονός που εξωτερικεύτηκε (π.χ στην υπόθεση Sander κατά Ηνωμένου Βασιλείου δίκη Βρετανού ασιατικής καταγωγής , η έκφραση ρατσιστικών σχολίων από ενόρκους).

Η νομολογία του ΕΔΔΑ απέκτησε μεγάλη σημασία στη νομοθετική ρύθμιση με το Ν 3904/2010  στο αερθ7. 171ΚΠΔ με το οποίο η παραβίαση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου οδηγεί στη γένεση απόλυτης ακυρότητας .

  1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΜΥΝΑΣ Ή ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ – ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΚΡΟΑΣΕΩΣ

Στόχος του ανωτέρω δικαιώματος είναι να μην υπάρχουν στο αιτιολογικό – σκεπτικό της απόφασης πραγματικά γεγονότα , ισχυρισμοί και αποδεικτικά στοιχεία ως προς τα οποία  ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση και να αντικρούσει ισχυρισμούς ή κατηγορίες με αποτέλεσμα να παράγεται κίνδυνος για την ορθή διάγνωση της αλήθειας και συνεπώς να θίγεται το δικαίωμα κι αξίωση του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και μιας ορθοδίκαιης δικαστική απόφαση. Το δικαίωμα αυτό έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που το δικαστήριο έχει πρόθεση να προβεί σε θεμιτή μεταβολή της κατηγορίας  οπότε και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να δοθεί στον κατηγορούμενο ο χρόνος να προετοιμάσει την υπεράσπιση του

Το δικαίωμα έχει τρεις βαθμίδες:

  1. Το δικαίωμα για λήψη πληροφοριών , το οποίο υποχρεώνει τα όργανα που συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία να παρέχουν στον κατηγορούμενο όλες τις πληροφορίες σχετικά με γεγονότα , αποδεικτικά μέσα κτλ που θα αξιοποιηθούν σε μια δικαστική απόφαση καθώς και φωτοαντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας ή κλήτευση για να είναι παρών κατά τη διενέργεια σχετικών διαδικαστικών ενεργειών
  2. Το δικαίωμα για έκφραση και τοποθέτηση , δηλαδή να πάρει θέση πάνω σε γεγονότα , ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν υπόψη του και θα αξιοποιηθούν στη δικαστική απόφαση. Αυτό σημαίνει να προβεί  σε παρατηρήσεις και αξιολογικές κρίσεις για την ποιότητα των αποδείξεων , να προτείνει αποδεικτικά μέσα , να κάνει ερωτήσεις ,να εκφράσει νομικές απόψεις σχετικά με την ερμηνεία του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου.
  3. Το δικαίωμα να απαιτήσει ο κατηγορούμενος από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη , να σταθμίσει, να αξιολογήσει και να επεξεργαστεί κάθε γεγονός , ισχυρισμό, αποδεικτικό μέσο που προέβαλε κατά τη διαδικασία και στο αιτιολογικό της απόφασης να τους ανατρέπει με εμπεριστατωμένη και πλήρη αιτιολόγηση και με αντιπαράθεση με άλλα φερέγγυα και αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα.

 

Ιδιαίτερη έκφανση του ανωτέρω δικαιώματος είναι σύμφωνα με την παρ. 3 του αρθ. 6 της ΕΣΔΑ το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την εμφάνιση και εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και για τους μάρτυρες κατηγορίας . Με τον τρόπο αυτό και χάριν της ισότητας των όπλων κατηγορίας και υπεράσπισης παρέχεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να καλέσει ουσιώδεις μάρτυρες . Το δικαίωμα αυτό προβλέφθηκε στο άρθρο 102 του νέου ΚΠΔ  (Δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων) αλλά μόνο στην ανάκριση αλλά και στη διάταξη του αρθ. 327 ΚΠΔ σχετικά με τους Μάρτυρες που πρέπει να κλητευθούν με την προϋπόθεση ότι αυτοί είναι ουσιώδεις και μπορούν να επηρεάσουν τη κρίση του Δικαστηρίου  και την έκβαση της δίκης .  Επομένως ο υποβάλλων αίτημα εξέτασης μάρτυρα θα πρέπει να αναφέρει τους λόγους ή και τα γεγονότα που καθιστούν τον μάρτυρα ουσιώδη έτσι ώστε σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος να μπορεί να κριθεί κατά πόσο αυτό εμπόδισε τη διαλεύκανση της υπόθεσης και το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Μάλιστα το δικαίωμα αυτό οφείλει να διασφαλιστεί για τον κατηγορούμενο ακόμη και με δαπάνες του κράτους και χωρίς αριθμητικούς περιορισμούς ή εξισώσεις .

Από την άλλη πλευρά δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να απορρίπτει αίτημα εξέτασης μαρτύρων ή αποδεικτικών μέσων επειδή θεωρεί ότι είναι αποδεδειγμένο ήδη το αντίθετο εκείνου για το οποίο ζητείται απόδειξη επειδή τότε συντρέχει περίπτωση προεξόφλησης της εκτίμησης αποδείξεων και λόγος αναίρεσης .

Τα παραπάνω σχετικά με το δικαίωμα του κατηγορουμένου ισχύουν όχι μόνο για την κλήση μαρτύρων αλλά η παρ. 3 δ του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται αναλογικά και σε πραγματογνώμονες και τεχνικούς συμβούλους εφόσον φυσικά και σε αυτή την περίπτωση η συμβολή τους στη διαλεύκανση της υπόθεσης και στην επίτευξη μιας ορθοδίκαιης απόφασης είναι ουσιώδης ενώ  σε περίπτωση απόρριψης αντίστοιχου αιτήματος του κατηγορουμένου από το Δικαστήριο χωρίς εμπεριστατωμένη αιτιολογία ιδρύεται λόγος αναίρεσης και απόλυτη ακυρότητα .

  1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΠ ΚΑΙ ΕΔΔΑ σχετικά με το δικαίωμα υπεράσπισης και εκφάνσεις αυτού.

Η νομολογία του Αρείου Πάγου σε περιπτώσεις υποβολής από τον κατηγορούμενο αιτημάτων εξέτασης μαρτύρων υπεράσπισης  και αποδεικτικών μέσων απαιτεί η παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία απορρίπτεται το εν λόγω αίτημα να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους απέρριψε το αίτημα  (π.χ. ΑΠ 564/2010 δικαίωσε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε αίτημα διότι σε αυτό δεν αναφέρονταν οι λόγοι για τους οποίους η κληθείσα μάρτυρας με την ιδιότητα της ως λογίστρια είχε προσωπική γνώση και αντίληψη για τα αδικήματα του κατηγορουμένου ενώ αντίθετα με την απόφαση ΑΠ 1490/2012 ο ΑΠ δέχθηκε ως βάσιμο λόγο αναίρεσης που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακρόασης του κατηγορούμενου το γεγονός ότι στο αίτημα του κατηγορουμένου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο  ουδόλως απάντησε, σίγησε χωρίς αιτιολογία και το απέρριψε).

Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις υποβολής αιτήματος από τον κατηγορούμενο για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή και αυτοψίας. (π.χ στην απόφαση ΑΠ 1469/2013 ο ΑΠ δέχεται ότι ακόμη και η απόρριψη αιτήματος για διενέργεια αυτοψίας αποτελεί παρεμπίπτουσα απόφαση και απαιτεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης , επίσης στην απόφαση ΑΠ 552/2013 ο ΑΠ αν και δέχεται ότι ορθώς το  δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για πραγματογνωμοσύνη καθώς αυτό δεν υποβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ,οπότε κατέστη απαράδεκτο ως αόριστο, παρόλα αυτά το το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όφειλε εκ της υποχρέωσης του για αυτεπάγγελτη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας να καλέσει τον κατηγορούμενο να επανυποβάλλει το αίτημα με σαφήνεια εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα θα μπορούσε να συνεισφέρει στην ανακάλυψη της αλήθειας.)

Από την άλλη πλευρά , το ΕΔΔΑ  με αποφάσεις του έχει τοποθετηθεί σχετικά τόσο με το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορούμενου αλλά και με τη δική του αρμοδιότητα να προβεί σε κρίση  και εκτίμηση των αποδείξεων και των μαρτύρων αν και πρωτίστως τα εθνικά δικαστήρια έχουν καθήκον να αξιολογούν τις αποδείξεις .

Έτσι με την απόφαση 21668/2012 διαπίστωσε παράβαση του αρ. 6 παρ. 1 και 3 δ της ΕΣΔΑ διότι με την απόρριψη του αιτήματος του να ερευνηθεί βιντοσκοπηθεν συμβάν και να κληθούν ως μάρτυρες υπεράσπισης δύο άτομα που θα αμφισβητούσαν την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας τα εθνικά δικαστήρια στέρησαν στον  κατηγορούμενο το δικαίωμα του  για υπεράσπιση και συνεπώς και το δικαίωμα του να έχει μια δίκαιη δίκη.

Συμπερασματικά με την ανωτέρω απόφαση το ΕΔΔΑ ελέγχει  τα πραγματικά γεγονότα , υπεισέρχεται ρητά ή σιωπηρά στον έλεγχο της εσφαλμένης εκτίμησης των γεγονότων και τονίζει ότι το παραπάνω πρωταρχικά είναι  καθήκον των  εθνικών δικαστηρίων . Περαιτέρω κρίνει ότι εφόσον το αίτημα εξέτασης μαρτύρων του κατηγορουμένου δεν είναι καταχρηστικό αλλά σαφές και ορισμένο και έχει στόχο οι μάρτυρες να καταθέσουν γεγονότα που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας είναι δεκτό διότι μπορεί να συνεισφέρει στην ανακάλυψη της αλήθειας.

Σημαντική επίσης η τοποθέτηση του ΕΔΔΑ στο θέμα του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάσει το μάρτυρα κατηγορίας ως ουσιώδης έκφανση του δικαιώματος υπερασπίσεως του κατηγορούμενου. Η εξέταση του μάρτυρα μπορεί να ανακύπτει ως ζήτημα όταν αυτός δεν εμφανίζεται στην ακροαματική διαδικασία και θα πρέπει να αξιοποιηθεί είτε η ανάγνωσης της έκθεσης εξέτασης του μάρτυρα είτε η κατάθεση  τρίτου μάρτυρα εξ ακοής του απολιπόμενου μάρτυρα κατηγορίας ή ακόμη και η αξιοποίηση κατάαθεσης μέσω οπτικοακουστικών μέσων . Το ΕΔΔΑ στην απόφαση του  στην υπόθεση Schatschaschwili v Germany έκρινε ότι μπορούν να αξιοποιηθούν όλοι οι παραπάνω τρόποι αρκεί να μη θίγεται το δικαίωμα της υπεράσπισης να θέσει ερωτήματα και να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του μάρτυρα κατηγορίας. Διαφορετικό όμως είναι το θέμα της αξιοποίησης κατάθεσης μάρτυρα αν δεν εμφανισθεί και αν δεν εξεταστεί σε κανένα στάδιο της ποινικής διαδικασίας από την Υπεράσπιση , οπότε σε αυτή την περίπτωση εξετάζεται είτε αν υπήρχε σπουδαίος λόγος για τη μη εμφάνιση είτε εάν η κατάθεση του απολιπόμενου μάρτυρα κατηγορίας ήταν η μόνη αποφασιστική απόδειξη για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα σε αυτή τη περίπτωση εξετάζεται αν υπάρχουν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες που να αντισταθμίζουν τα προκαλούμενα για την υπεράσπιση προβλήματα ως αποτέλεσμα της αποδοχής ανεξέταστων και ανέλεγκτων αποδεικτικών στοιχείων και να εξασφαλίζουν την αξίωση του κατηγορουμένου σε μια δίκαιη δίκη.  Το ΕΔΔΑ επομένως θα ελέγξει την αξιολόγηση των αποδείξεων για να εκτιμήσει την αποδεικτική βαρύτητα τόσο της μαρτυρίας του απολιπόμενου μάρτυρα όσο και των λοιπών αποδείξεων και θα εξακριβώσει  κατά αυτό τον τρόπο αρχικά αν τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ορθώς και τελικά θα καταλήξει στην δική του απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τον αν οι αντισταθμιστικοί παράγοντες ήταν επαρκείς. Παραδείγματα αντισταθμιστικών παραγόντων μπορεί να είναι ένα video από την εξέταση του μάρτυρα , έγγραφα καταθέσεων μαρτύρων που ο απολιπόμενος μάρτυρας αποκάλυψε στοιχεία και γεγονότα , εκθέσεις ιατροδικαστών ή πραγματογνωμόνων που συνηγορούν σε όσα κατέθεσε ο απολιπόμενος μάρτυρας κτλ . Στην εν λόγω υπόθεση πάντως κρίθηκε ότι αν και το δικαστήριο δεν φέρει ευθύνη διότι έκανε όλες τις ενέργειες για την εμφάνιση των μαρτύρων , οι καταθέσεις τους ήταν αποφασιστικές και καθοριστικές για την αποκάλυψη της αλήθειας επειδή εκτός των άλλων το ΕΔΔΑ δε βρήκε και επαρκείς αντισταθμιστικούς παράγοντες για να αντισταθμίσουν τα προκαλούμενα εξ αυτού του γεγονότος προβλήματα στην Υπεράσπιση έτσι ώστε να εξασφαλίζεται μια δικαιοκρατική δίκη για τον κατηγορούμενο. Το αντίθετο συνέβη στην υπόθεση PAPADOPOULOS V GREECE στην οποία υπήρχαν επαρκείς ενισχυτικές αποδείξεις .

Τέλος , η περίπτωση μάρτυρα εξ ακοής που δεν αποκαλύπτει τον πληροφοριοδότη του όταν αποτελεί το μοναδικό ενοχοποιητικό αποδεικτικό μέσο ορθό είναι να μην αξιοποιείται στην αιτιολογία της απόφασης . Αν όμως η αλήθεια των όσων καταθέτει ο εν λόγω μάρτυρας επιβεβαιώνεται από ενισχυτικές αποδείξεις τότε η αξιοποίηση της είναι αποδεκτή διότι αποφεύγεται ο κίνδυνος εσφαλμένης διάγνωσης της πραγματικότητας.

Β. ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗΣ Ή ΔΙΚΑΙΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Εκφάνσεις του δικαιώματος για μια δίκαιη δίκη είναι και οι παρακάτω:

  1. Η ΑΞΙΩΣΗ ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ως εγγύηση της δημοσιότητας της διαδικασίας.

Στόχος της παραπάνω αξίωσης είναι η διασφάλιση του ελέγχου της δικαστικής εξουσίας και του τρόπου απονομής της  από την κοινή γνώμη  και κατά συνέπεια η ενδυνάμωση του αισθήματος ευθύνης και δικαιοσύνης των δικαστών έτσι ώστε οι αποφάσεις που εκδίδουν να είναι ορθοδίκαιες και να πληρούν την απαίτηση της κοινής γνώσης και ταυτόχρονα αυτεπάγγελτη υποχρέωση του Δικαστηρίου για την ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας. Το παραπάνω διασφαλίζεται με την παρ. 1 του αρθ.  6 της ΕΣΔΑ . Περαιτέρω το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι αρκεί η απόφαση να δημοσιεύεται με κάποιον τρόπο έτσι ώστε  να είναι προσβάσιμη για έλεγχο  στο κοινό (τόσο το διατακτικό όσο και οι αιτιολογίες της  ) και δεν είναι αναγκαία η δημόσια απαγγελία της απόφασης αμέσως μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.

  1. Η ΑΞΙΩΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ΕΝΤΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ Η ΕΥΛΟΓΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ

Η παραπάνω αξίωση  διασφαλίζεται με την παρ. 1 του αρθ.  6 της ΕΣΔΑ και η λογική ή εύλογη προθεσμία σύμφωνα με το ΕΔΔΑ είναι το κρίσιμο διάστημα μεταξύ της χρονικής στιγμής που έλαβε γνώση ο κατηγορούμενος της διερευνητικής διαδικασίας που άρχισε εις βάρος του και θεωρείται ότι είναι το σημείο από το οποίο αρχίζει να  του ασκείται μια ψυχολογική πίεση , μέχρι τη χρονική στιγμή που εκδίδεται αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η αξίωση αυτή του κατηγορουμένου θεμελιώνεται στο δικαίωμα που έχει ως άνθρωπος να τύχει προστασίας η τιμή , η υπόληψη του, η οικογενειακή του γαλήνη , η περιουσία του κτλ  από τη βλάβη που μπορεί να υποστεί από το να μένει επί μακρο χρονικό διάστημα υπό το βάρος κατηγοριών που ίσως είναι αναληθείς. Από την άλλη και όσοι δικαίως διώκονται για το λόγο της ψυχολογικής πίεσης που υφίστανται  και την αβεβαιότητα έχουν την αξίωση να έλθουν το συντομότερο σε αντιπαράθεση με μια ποινική απόφαση . Μάλιστα το ΕΔΔΑ με τη νομολογία του δέχεται ότι δε συνιστά λόγο που να ανατρέπει τη βασική αυτή αξίωση του κατηγορούμενου η υπερφόρτωση και η έλλειψη προσωπικού και εμμέσως υποδεικνύει στα επιμέρους κράτη να οργανώσουν κατά τέτοιο τρόπο τα διακιοδοτικά τους συστήματα ώστε να εξασφαλίζεται η παραπάνω αξίωση του κατηγορουμένου.

  1. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Η παραπάνω αρχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη  με το δικαίωμα για υπεράσπιση του κατηγορουμένου όπως έχει ήδη αναπτυχθεί στην παρ. 2 και διασφαλίζεται με την παρ. 3δ του αρθ. 6 της ΕΣΔΑ  . Η παραπάνω αρχή εξειδικεύτηκε από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ως υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να προνοούν ώστε κάθε διάδικος να έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει την υπόθεση του υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε χειρότερη θέση από εκείνη του αντιδίκου . Ακόμη , δέχθηκε ότι επιμέρους έκφανση της εν λόγω αρχής αποτελεί και η εξασφάλιση της κατ’ αντιμωλία και κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της διαδικασίας , δηλαδή ότι τόσο η κατηγορούσα αρχή όσο και η Υπεράσπιση πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες και ευκαιρίες να σχολιάσουν ότι στοιχείο προσάγεται από το αντίπαλο μέρος με σκοπό να επηρεάσουν την απόφαση του Δικαστηρίου.  (υπόθεση Zahirovic v Croatia και D.Y.S v Tουρκίας στις οποίες δεν έγινε ανακοίνωση στην Υπεράσπιση της πρότασης του Εισαγγελέα και δεν της παρασχέθηκε η ευκαιρία αν ήθελε να απαντήσει εγγράφως. )

  1. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

Η αξιοποίηση τέτοιων μέσων προσβάλλουν τόσο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια όσο και το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην υπεράσπιση

  1. Η ΑΞΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Η παραπάνω αξίωση συνδέεται με την Τρίτη βαθμίδα του δικαιώματος ακροάσεως και απαιτεί η δικαστική απόφαση, ως δικανικός συλλογισμός, να περιέχει τη μείζονα πρόταση (ερμηνεία των καλούμενων σε εφαρμογή κανόνων δικαίου) , την ελάσσονα πρόταση Υπαγωγή ή μη υπαγωγή των αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων στον προσήκοντα κανόνα δικαίου)  και το συμπέρασμα (έννομες συνέπειες από την ως άνω υπαγωγή ή μη υπαγωγή).

H πάγια νομολογία του ΑΠ  σχετικά με την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης απαιτούσε από το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία μόνο για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς , εννοώντας ως τέτοιους εκείνους  ο οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως , στην άρση ή μείωση του καταλογισμού της πράξεως στο δράστη στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση ή ελάφρυνση  της ποινής, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο ισχυρισμός έχει προβληθεί με τρόπο σαφή και ορισμένο και θεμελιωνόταν  από  τα απαραίτητα αποδεικτικά μέσα  και τα πραγματικά γεγονότα και έχει αναπτυχθεί και προφορικώς.  Από την άλλη πλευρά , ο ΑΠ έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να συμπεριλάβει στις αποφάσεις του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τους  μη αυτοτελείς ισχυρισμούς  ή τους απλά αρνητικούς  της κατηγορίας ισχυρισμούς  εννοώντας ως τέτοιους τους ισχυρισμούς με τους οποίους ο κατηγορούμενος αρνείται ένα στοιχείο της νομοτυπικής υπόστασης ή μορφής του εγκλήματος ακόμη κι αν ο ισχυρισμός αυτός έχει προβληθεί με κάποια σαφήνεια και πληρότητα .

Η πάγια αυτή νομολογία του ΑΠ άρχισε να ανατρέπεται με την 361/2016 απόφαση κατά την οποία το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι στην απόφαση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο  με την οποία απέρριψε έφεση ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη δεν υπήρχε η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία . Η απόφαση αυτή ήταν σημαντική διότι για πρώτη φορά ο ΑΠ απαιτεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο   στην απόφαση του να διαλάβει και τα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα από τα οποία οδηγήθηκε στη κρίση του εφόσον αυτά έχουν προταθεί με σαφήνεια και πληρότητα ακόμη κι αν αφορούν μη αυτοτελείς ισχυρισμούς. Στην εν λόγω περίπτωση ο ισχυρισμός της αδυναμίας εμπρόθεσμης ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως ένεκα λόγου ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που προβλήθηκε με αποδεικτικά μέσα τη Βεβαίωση από τη Μονάδα Ψυχικής Υγείας του Ευγενίδειου Θεραπευτηρίου αλλά και με την πρόταση για εξέταση μάρτυρα δεν «απαντήθηκε» από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο  στην απορριπτική του απόφαση.

Σε συνέχεια της παραπάνω αλλαγής γραμμής στη νομολογία του ΑΠ σχετικά με την απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία χωρίς διάκριση μεταξύ αυτοτελών και μη αυτοτελών ή αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών  εντάσσεται και απόφαση 1821/2016 με την οποία γίνεται δεκτός  ο λόγος αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διότι δεν «απάντησε» παντελώς στον  αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό   που προτάθηκε   από τον κατηγορούμενο ότι δηλ. δεν έχει εκδώσει αυτός την ακάλυπτη επιταγή αλλά ο αδερφός του καθώς  και στο αίτημα για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης στερώντας έτσι στον αναιρεσείοντα του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.  Στην ίδια γραμμή, ρητά πλέον , η απόφαση ΑΠ 101/2018 καταργεί τη διάκριση μεταξύ αυτοτελών και μη αυτοτελών ή αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών στηριζόμενη στην παρ. 1 του αρθ 6 της ΕΣΔΑ και υποχρεώνει τα δικαστήρια ουσίας να απαντούν σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορούμενου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό ΄δηλ. το δικαστήριο να εξετάζει τις παρατηρήσεις τα επιχειρήματα και τις αποδείξεις που επικαλούνται οι διάδικοι. Τέλος με την απόφαση 1827/2019 έγινε δεκτός ο λόγος της αναίρεσης διότι το δικαστήριο δεν εξέτασε το «άλλοθι» που πρόβαλαν οι κατηγορούμενοι ως αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό.

  1. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ

Το παραπάνω δικαίωμα θεμελιώνεται στην παρ. 3γ του αρθ. 6 της ΕΣΔΑ και αναλύεται σε τρία επιμέρους δικαιώματα:

  1. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπίσει τον εαυτό του αυτοπροσώπως δηλ. σημαίνει το δικαίωμα του να είναι παρών σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.και να συμμετέχει αποτελεσματικά σε αυτή . Μάλιστα το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει την ικανότητα να ασκήσει αποτελεσματική υπεράσπιση όταν εξαιτίας της μακράς διάρκειας της ποινικής διαδικασίας έχει υποστεί υπερκόπωση και δε μπορεί αποτελεσματικά να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα . Από την άλλη το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι είναι ανεπίτρεπτος από τα εθνικά δικαστήρια ο εξαναγκασμός του κατηγορουμένου να εμφανιστεί στη δίκη αν αυτός δεν το επιθυμεί . Επίσης δεν είναι αντίθετες προς το συγκεκριμένο δικαίωμα η πρόβλεψη των εθνικών νομοθεσιών να υποχρεώνουν τον κατηγορούμενο να έχει δικηγόρο σε ανώτερα δικαστήρια διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα να παρεμβαίνει και ο ίδιος και να προβάλλει τις υπερασπιστικές του απόψεις.
  2. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου για πρόσληψη νομικού συμπαραστάτη της επιλογής του , το οποίο δημιουργείται ήδη από την πρώτη του επαφή με τις αστυνομικές αρχές έτσι ώστε να διαφυλαχθεί το βασικό δικαίωμα του κατηγορουμένου στη σιωπή το οποίο σε ένα συνήθως νομικά αδαή κατηγορούμενο είναι πολύ εύκολο να υπονομευθεί.. Συνδεδεμένο με το παραπάνω δικαίωμα είναι και η διασφάλιση της εμπιστευτικής και απόρρητης επικοινωνίας του κατηγορουμένου με το συνήγορο του (απόρρητη σφαίρα της υπεράσπισης) δηλαδή το δικηγορικό απόρρητο. Η απόρρητη επικοινωνία με οποιοδήποτε τρόπο ( δια ζώσης, τηλεφωνική, ,μέσω επιστολών, ηλεκτρονική αλληλογραφία  ) του κατηγορουμένου με το συνήγορο του αποτελεί προϋπόθεση για την οργάνωση και το σχεδιασμό μιας ενεργού και αποτελεσματικής υπεράσπισης και κατ’ αυτό τον τρόπο αποτελεί και έκφανση του δικαιώματος υπεράσπισης .

Η προσβολή του δικαιώματος μπορεί να οδηγήσει σε απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης των ευρημάτων . Έτσι ενδεικτικά το ΕΔΔΑ :

  1. Δέχθηκε ότι η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών του κατηγορούμενου με το δικηγόρο τους εμπόδισε να εκφράζονται ελεύθερα και επομένως να σχεδιαστεί η υπερασπιστική γραμμή με τον αποτελεσματικότερο τρόπο που θα μπορούσε προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα της υπεράσπισης
  2. Δέχθηκε ότι η παρουσία αξιωματούχου της αστυνομίας κατά τις επαφές που είχε ο κατηγορούμενος με το συνήγορο του εμποδίζει την ελεύθερη επικοινωνία που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου και άρα προσβάλει το δικαίωμα της υπεράσπισης
  • Δέχθηκε ότι η έρευνα και κατάσχεση στο γραφείο του δικηγόρου ενοχοποιητικών στοιχείων εις βάρος του πελάτη του είναι ανεπίτρεπτη εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις για συμμετοχή του δικηγόρου σε αξιόποινη πράξη.  Εκτός του ότι η αξιοποίηση αυτών των στοιχείων συνιστά αποδεικτική απαγόρευση , προσβάλλεται και το δικηγορικό απόρρητο και η αξίωση για δικαιοκρατική δίκη
  1. Δέχθηκε ότι η ανάγνωση  από τη διοικητική αρχή κράτησης της αλληλογραφίας μεταξύ του κατηγορουμένου και του  συνηγόρου  του προσβάλλει το δικαίωμα της ανεμπόδιστης και απόρρητης επικοινωνίας , το δικαίωμα υπεράσπισης και τελικά το δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη .

Τέλος σύμφωνα με το ΕΔΔΑ ο κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα για εκπροσώπηση από συνήγορο υπεράσπισης

  1. Το δικαίωμα του κατηγορούμενου να ζητήσει να του διορίσει το δικαστήριο (ή η ανακριτική αρχή ) δωρεάν συνήγορο υπεράσπισης με την προϋπόθεση ότι είτε δεν έχει επαρκή οικονομικά μέσα να πληρώσει δικηγόρο είτε το διορισμό δικηγόρου τον επιτάσσει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Ενώ η πρώτη προϋπόθεση είναι εύκολο να διαγνωστεί η δεύτερη χρειάζεται επιπλέον ερμηνεία και συγκεκριμενοποίηση στην οποία προσέφυγε το ΕΔΔΑ προτάσσοντας ορισμένα κριτήρια που διασφαλίζουν το βασικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει μια ρεαλιστική δυνατότητα να προβάλει αποτελεσματική υπεράσπιση. Έτσι κριτήρια για διορισμό συνηγόρου κατά το ΕΔΔΑ μπορεί να είναι:
    1. Ή δυσκολία και η έκταση της ποινικής διαδικασίας που καθιστούν δύσκολο το χειρισμό και την επεξεργασία της υπόθεσης από τον ίδιο τον κατηγορούμενο
    2. Η προσωπική κατάσταση του κατηγορούμενου (νεαρή ηλικία, αναπηρία, έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων) που δεν επιτρέπουν τη αυτοπρόσωπη υπεράσπιση
  • Η πιθανότητα επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας που επιτάσσει το διορισμό συνηγόρου υπεράσπισης για το συμφέρον της Δικαιοσύνης

Βέβαια το ΕΔΔΑ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και κρίνει ότι ο διορισμός και μόνο συνηγόρου υπεράσπισης δεν εγγυάται από μόνος τους το δικαίωμα στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και δεν εξαντλείται με αυτόν η (αυτεπάγγελτη ) ευθύνη του Δικαστηρίου  να διασφαλίσει στον κατηγορούμενο ενεργή και αποτελεσματική υπεράσπιση και να επιτελέσει έτσι τη  βασική  του αρμοδιότητα που είναι η διαλεύκανση της ουσιαστικής αλήθειας και η έκδοση μιας ορθοδίκαιης απόφασης .

Έτσι στη νομολογία του ΕΔΔΑ συναντάμε τις παρακάτω περιπτώσεις :

  • Στην υπόθεση Suzer κατά Τουρκίας το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αυτεπαγγέλτως διορισθείσα δικηγόρος δεν αντιτάχθηκε στις ομολογίες κλοπής του ανήλικου κατηγορουμένου άρα δε διαφύλαξε το δικαίωμα του στη σιωπή , συνεπώς δεν εκπλήρωσε ενεργά και αποτελεσματικά τα καθήκοντα υπεράσπισης και το γεγονός αυτό επιβάλλει στο Δικαστήριο την αντικατάστασή της
  • Στην υπόθεση Dvorski v Croatia αν και το Δικαστήριο δέχθηκε κάτι παρόμοιο παρ’ όλα αυτά δέχεται επίσης ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη επειδή η ομολογία ενοχής του κατηγορουμένου δεν ήταν ούτε η μόνη ούτε η αποφασιστική απόδειξη για την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης
  • Στην υπόθεση Βαμβακάς ν Greece το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το γεγονός ότι ο διορισθείς αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο δικηγόρος δεν εμφανίστηκε στην ακροαματική διαδικασία και είχε σαν αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δικαιοκρατική δίκη διότι αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου όχι μόνο ο διορισμός αυτεπάγγελτα συνηγόρου αλλά και η παρακολούθηση από αυτό της ορθής και πλήρους εκπλήρωσης των υπερασπιστικών του καθηκόντων έτσι ώστε να εξασφαλίζεται για τον κατηγορούμενο ενεργός και αποτελεσματική υπεράσπιση . Στην περίπτωση που οι Δικαστικές αρχές ενημερωθούν ή παρατηρήσουν σοβαρό υπερασπιστικό έλλειμα οφείλουν να επεμβαίνουν ακόμη και με αντικατάσταση του.

 

  1. Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ Ή ΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

Η παραπάνω υποχρέωση συνιστά για τον κατηγορούμενο (που συνήθως είναι νομικά αδαής και δε γνωρίζει τα δικονομικά και λοιπά δικαιώματα του) έκφανση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη κατ’ αρθρο 6 της ΕΣΔΑ . Η παραπάνω υποχρέωση συναντάται επίσης και σε πολλά άρθρα του ΚΠΔ , συγκεκριμένα  στο 95, 96 του νέου ΠΚ ,  273 παρ. 2) , 244, 274, 192, 204, 308 παρ. 4 , 310 παρ.2, 340 , 366, 423, και 476 παρ. 14 τα οποία έδωσαν λύση σε προηγούμενα ζητήματα που είχαν δημιουργηθεί με αποφάσεις του ΑΠ (ΑΠ 923/2009) Συμβ ΑΠ1724/2007, Ποιν Δικ2008 κ.α ) στις οποίες δεν αναγνωρίζονταν ως λόγος ακυρότητας η παράλειψη γνωστοποιήσεως του δικαιώματος της σιωπής και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων του στον  κατηγορούμενο από τα προανακριτικά και  ανακριτικά όργανα.

  1. ΑΛΛΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΕ ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ Ή ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ

Ως τέτοια ενδεικτικά μπορούν να εννοηθούν το δικαίωμα να λάβει αυτός γνώση κατά την προδικασία των εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών μέσων πριν απολογηθεί , το δικαίωμα για μια αποτελεσματική και ενεργό συμμετοχή σε όλα τα στάδια της δίκης και σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις , η αξίωση του κατηγορουμένου για αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του Δικαστηρίου κ.α.

Γ.  ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ Ή ΔΙΚΑΙΗ ΠΟΙΝΙΚΗ    ΔΙΚΗ

  1. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ Ή ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΓΙΑ ΔΙΑΛΕΥΚΑΝΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Η παραπάνω αρχή, που μπορεί να ιδωθεί και ως έκφανση της υποχρέωσης για δικονομική μέριμνα, σημαίνει την υποχρέωση του Δικαστηρίου να πράξει αυτεπαγγέλτως καθετί που είναι αναγκαίο για την αναζήτηση και την ανεύρεση της αλήθειας και την υποχρέωση του να εξετάσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία είτε υπέρ είτε κατά του φορολογουμένου πριν την έκδοση μιας απόφασης η οποία οφείλει να είναι ορθοδίκαιη και κατά αυτό τον τρόπο να υπηρετεί την έννοια της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Η παραπάνω αρχή εξειδικεύεται ως :

  • Υποχρέωση του δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την πραγματική κατάσταση , να εξετάσει δηλαδή όλα τα γεγονότα και στοιχεία που επηρεάζουν το ζήτημα της ενοχής ή το ζήτημα της ποινής.
  • Υποχρέωση του δικαστηρίου να αναζητήσει όχι μόνο την τυπική αλλά και την ουσιαστική αλήθεια δηλαδή να μη δέχεται ανεξέτεστα και ανεπιφύλακτα μέσα που παράγουν την τυπική αλήθεια αλλά να διευρευνά αν τα λοιπά αποδεικνυόμενα πραγματικά γεγονότα εναρμονίζονται με την τυπική αλήθεια (π.χ. ομολογία ενοχής ετοιμοθάνατου καρκινοπαθούς για να διασώσει πλούσιο δράστη με αντάλλαγμα την οικονομική αποκατάσταση της φτωχής οικογένειας του)
  • Εξουσία αλλά και υποχρέωση του Δικαστηρίου να αναζητήσει εξαντλητικά όλα τα στοιχεία και αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα, γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων κλπ) για την απόδειξη σημαντικών γεγονότων που καθορίζουν ουσιωδώς τόσο την ενοχή όσο και την ποινή , ακόμη και αν αυτά δεν έχουν προταθεί από τους διαδίκους  .
  • Υποχρέωση του δικαστηρίου για ελεύθερη, αντικειμενική όμως, εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων

Αν και στο άρθρο 178 παρ.  2 του νέου ΚΠΚ ορίζεται η υποχρέωση δικαστών , εισαγγελέων (αλλά και ανακριτικών υπαλλήλων στο αρθ. 239 ΚΠΔ) να εξετάζουν αυτεπάγγελτα όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου,  η θεμελίωση της ανωτέρω υποχρέωσης μπορεί να γίνει με επίκληση της νομολογίας του ΕΔΔΑ για τις θετικές υποχρεώσεις των δικαστηρίων που επιβάλλουν σε αυτές, στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης αναζήτησης της αλήθειας και της διαλεύκανσης της υπόθεσης  , να εξετάσουν εξαντλητικά κάθε τι που ουσιωδώς επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης  . Σε περιπτώσεις μάλιστα που με την ποινική διαδικασία διακυβεύεται η τιμή , η υπόληψη , η γαλήνη, και η προσωπική ελευθερία του κατηγορούμενου με αρνητικές συνέπειες για την περιουσία , το επάγγελμά του την ατομική ή οικογενειακή του ζωή η υποχρέωση αυτή των δικαστηρίων έχει ως έρεισμα  την αρχή του κράτους δικαίου και η παράβαση αυτής της υποχρέωσης σημαίνει αρνητική υπέρβαση εξουσίας , απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης λόγω παραβίασης του δικαιώματος για δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη.

Αν και τόσο το ΕΔΔΑ όσο και το ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γερμανίας επιδεικνύουν πλήθος αποφάσεων που αναιρούν καταδικαστική απόφαση εξαιτίας παράβασης της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη έρευνα και αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας , ο Άρειος Πάγος δεν αναγνωρίζει την αρνητική υπέρβαση εξουσίας  ως λόγο αναίρεσης που μπορεί σε περίπτωση που διαπιστώνεται και παραβίαση της αξίωσης του κατηγορουμένου για μια δίκαιη δίκη να επιφέρει την πλήρη ακυρότητα.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η υποχρέωση των Δικαστηρίων για αυτεπάγγελτη αναζήτηση της αλήθειας και  διαλεύκανση της υπόθεσης υπέρ του κατηγορούμενου, αποτελεί συστατικό στοιχείο της δικαιοκρατικής ή δίκαιης ποινικής δίκης και συνάγεται :

  • Από τις θετικές υποχρεώσεις των Εθνικών Δικαστηρίων να προστατεύσουν την από το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου και όλα τα απορρέοντα από αυτή ανθρώπινα δικαιώματα
  • Από το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη του αρθ. 6 της ΕΣΔΑ
  • Από την υποχρέωση για δικονομική μέριμνα ή για δικαστική βοήθεια που έχει το Δικαστήριο στο συνήθως νομικά αδαή κατηγορούμενο όταν παρουσιάζεται έλλειμα υπεράσπισης του αρθ 6 της ΕΣΔΑ , η παράβαση της οποίας αποτελεί λόγο αναίρεσης και μπορεί να επιφέρει απόλυτη ακυρότητα εφόσον επηρέασε δυσμενώς το περιεχόμενο της απόφασης ή του βουλεύματος και έβλαψε τα συμφέροντα του κατηγορουμένου.
  • Από την αξίωση του κατηγορουμένου για μια δίκαιη ποινική δίκη που θα επιφέρει μια ορθοδίκαιη δικαστική απόφαση

Η τελευταία δε αξίωση του κατηγορουμένου προϋποθέτει να διαπιστωθεί πλήρως και ολόπλευρα η αλήθεια,  ευθύνη την οποία φέρει το Δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση και ερμηνεύεται ως θετική του υποχρέωση και καθήκον να λάβει όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά  και δικαστικά μέτρα   ώστε να διευκολύνει και να διασφαλίζει  την αποτελεσματική άσκηση και απόλαυση συγκεκριμένου ατομικού  δικαιώματος, στην προκειμένη περίπτωση αυτό της δίκαιης ή δικαιοκρατικής δίκης για τον κατηγορούμενο.

  1. ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

 

  • Έννοια και περιεχόμενο

Το αρθ. 71 ΚΠΔ εισάγει το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατ’ ουσίαν ως προς την αποδεικτική διαδικασία στη ποινική δίκη σημαίνει:

  1. Ότι κάθε πρόσωπο τεκμαίρεται αθώο μέχρι την (αμετάκλητη απόδειξη) της ενοχής του ενώπιον δικαστηρίου και το τεκμήριο κατοχυρώνεται στο αρθ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ
  2. Η κατηγορούσα αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της ενοχής του κατηγορούμενου , ο οποίος αντίστοιχα δεν βαρύνεται με την απόδειξη της αθωότητας του διότι τεκμαίρεται αθώος ήδη από το νόμο και έτσι η αποδεικτική αδράνεια του κατηγορουμένου δε μπορεί να αποτελέσει ένδειξη ενοχής.
  3. Το δικαστήριο για να προχωρήσει σε καταδικαστική απόφαση εις βάρος του κατηγορουμένου πρέπει να πεισθεί για την ενοχή του πέραν πάσης αμφιβολίας όπως προβλέπεται και στο αρθ. 178 παρ. 3 ΚΠΔ το οποίο ορίζει ότι οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου. (αρχή της επιείκειας, «in dubio pro reo» ) και κατά συνέπεια ο δικαστής θα κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών. Συνάγεται δηλαδή,   ότι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορούμενου για λόγους που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης μπορεί να γίνουν δεκτοί αν  και εφόσον δεν ανατραπούν από τη κατηγορούσα αρχή με άλλα αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα.

 

  • Γεγονότα που καλύπτει η αρχή , «in dubio pro reo» και λόγοι αναίρεσης

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι για  ένα κατηγορούμενο που καταδικάστηκε παρά την ύπαρξη αμφιβολιών , παραβιάσθηκε η αξίωση του για μια δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη έκφανση της οποίας αποτελεί το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή «in dubio pro reo». Συνεπώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το αρθ.171  παρ. 1δ του ΚΠΔ και ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης . Τα γεγονότα που σχετίζονται με τα στοιχεία της ποινικής  ή ειδικής ή νομοτυπικής  υπόστασης ή μορφής του εγκλήματος ( αντικειμενική υπόσταση , υποκειμενική υπόσταση , εξωτερικός όρος αξιοποίνου , υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου) και περιέχονται στην κατηγορία καλύπτονται από την αρχή ,  «in dubio pro reo». Ως προς  τα γεγονότα και τους λόγους αναίρεσης που καλύπτει η αρχή ,  «in dubio pro reo», λόγος αναίρεσης σχετιζόμενος επίσης με το τεκμήριο αθωότητας μπορεί να ιδρυθεί και από την έλλειψη της αντικειμενικής αξιολόγησης των αποδείξεων και την εσφαλμένη εκτίμηση αυτών καθώς και από την μη ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ συμπεριφοράς του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. ¨όλα τα παραπάνω  αντανακλούν  στην ειδική και εμπεριστατωμένη ή μη αιτιολογία της απόφασης διότι σε αυτές τις περιπτώσεις η απόφαση του δικαστηρίου συνοδεύεται από την ύπαρξη αμφιβολιών για την ενοχή του κατηγορούμενου και άρα προσβολή του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε μια δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη (αρθ. 6 παρ. 1 , 2 ΕΣΔΑ) , απόλυτη ακυρότητα και λόγοι αναίρεσης που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Περαιτέρω, η απόφαση ΑΠ 461/2013 δέχεται ότι η αρχή  «in dubio pro reo» απόρροια της οποίας είναι η αρχή της επιείκειας,  αντανακλά και στους λόγους εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως όπως είναι η παραγραφή και θεμελιώνει απόλυτη ακυρότητα και λόγο αναίρεσης ένεκα παράβασης του δικαιώματος του κατηγορούμενο που κατοχυρώνεται στο  αρθ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ . Συγκεκριμένα δέχθηκε  ότι «εφόσον ο χρόνος τελέσεως της πράξης εμπίπτει σε χρονικό διάστημα που δεν εξειδικεύεται , οι αμφιβολίες ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως αυτής που επιδράς στην παραγραφή ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή και , συνεπώς θεωρείται ως χρόνος τελέσεως χρονικό διάστημα , κατά το οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής». Ερμηνευόμενη η παραπάνω διατύπωση υπό το πρίσμα της αρχής ,  «in dubio pro reo» ,θα μπορούσε να λεχθεί ότι όταν κατηγορείται κάποιος ότι τέλεσε ένα έγκλημα θα πρέπει να αποδεικνύεται με βαβαιότητα όχι μόνο η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος αλλά και η μη συνδρομή λόγων άρσης του άδικου ή λόγων αποκλεισμού του καταλογισμού.

Συμπερασματικά , με βάση την αρχή «in dubio pro reo», πρέπει να υιοθετούνται από το Δικαστήριο οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορούμενου που κατατείνουν στη μείωση  ή ελάφρυνση της ποινής (επιμέτρηση της ποινής )  ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου  (παραγραφή , μη εμπρόθεσμη υποβολή έγκλησης, έμπρακτη μετάνοια, αμνηστία) ή στον αποκλεισμό της ποινικής ευθύνης για λόγους που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης  ή καθιστούν αδύνατο τον καταλογισμό της πράξης στο δράστη (ισχυρισμός περί άμυνας  ή περί σύγγνωστης πλάνης ) όταν και εφόσον αυτοί δεν μπορούν να ανατραπούν από την κατηγορούσα αρχή  με άλλα φερέγγυα και αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα .

  1. ΑΛΛΕΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ

Την απόδειξη διέπουν και οι παρακάτω αρχές:

  1. Η αρχή της ελευθερίας των αποδείξεων και οι αποδεικτικές απαγορεύσεις

Η παραπάνω αρχή απαντά στο ερώτημα ποια είναι τα επιτρεπόμενα και παραδεκτά αποδεικτικά μέσα για να εξασφαλιστεί η δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη για τον κατηγορούμενο και επιβάλλει στο δικαστήριο να αξιολογήσει και να αξιοποιήσει όλα τα αποδεικτικά μέσα που θα προσκομισθούν ενώπιον του από τους διαδίκους για να οδηγηθεί στη ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας στη διαλεύκανση της υπόθεσης και στην έκδοση μιας ορθοδίκαιης απόφασης .

Βέβαια στη διαδικασία αυτή το Δικαστήριο περιορίζεται από τις αποδεικτικές απαγορεύσεις που σκοπό έχουν να διαφυλάξουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιώματα υπεράσπισης . Παράδειγμα τέτοιας απαγόρευσης είναι η αξιοποίηση ομολογίας ενοχής που αντλήθηκε με βασανιστήρια

  1. Η αρχή της ελεύθερης πρότασης και εξέτασης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποδεικτικών μέσων που δεν εξετάστηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο

Η αρχή αυτή προσδιορίζει ότι οι διαδικαστικοί παράγοντες (κατηγορούσα αρχή και διάδικοι)  μπορούν να εμφανίσουν για προσκόμιση και εξέταση τα αποδεικτικά τους μέσα ενώπιον του δικαστηρίου σε οποιοδήποτε   χρονικό σημείο. Έτσι νέα αποδεικτικά μέσα , μάρτυρες , έγγραφα , υπερασπιστικοί ισχυρισμοί , νέα επιχειρήματα  μπορούν να προταθούν από τον κατηγορούμενο ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Επίσης το ίδιο το Δικαστήριο μπορεί να καλέσει και άλλους μάρτυρες  είτε το ίδιο αυτεπαγγέλτως  , είτε ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα ή των διαδίκων  (αρθ. 502 παρ. 1 εδ. και 327 παρ. 1Β ΚΠΔ) «εφόσον δεν αντιλέγει ο κατηγορούμενος» . Περαιτέρω όμως μπορούμε να πούμε ότι λαμβάνοντας υπόψη της αρχή της αυτεπάγγελτης αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας από τοι Δικαστήριο , η αντίρρηση του κατηγορουμένου στην εξέταση νέων μαρτύρων επιβάλλει μόνο τη διακοπή της δίκης προκειμένου να δοθεί στον κατηγορούμενο ο απαιτούμενος χρόνος να προετοιμάσει την υπεράσπιση του συγκεντρώνοντας αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητας των μαρτύρων που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία τους και τη φερεγγυότητα τους και έτσι να δημιουργήσουν αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου.

  1. Η αρχή της αμεσότητας και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει σε εξέταση τους μάρτυρες κατηγορίας.

Η παραπάνω αρχή εξυπηρετεί  την ανακάλυψη της αλήθειας χωρίς δικαστικές πλάνες και σφάλματα και σημαίνει αφενός ότι το δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση οφείλει το ίδιο να εξετάσει και να αξιολογήσει τα αποδεικτικά μέσα και δε μπορεί να εκχωρήσει αυτή τη δικαιοδοσία του σε άλλο όργανο (τυπική αμεσότητα ) αφετέρου  ότι πρέπει να αντλήσει για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης τα κρίσιμα γεγονότα   απευθείας από την  πηγή και όχι από υποκατάστατα (ουσιαστική αμεσότητα)  (άρα οφείλει να εξετάσει πρώτα όχι τον εξ ακοής μάρτυρα αλλά τον ίδιο τον μάρτυρα για τα γεγονότα που είδε και άκουσε από κοντά)  . Η τήρηση της αρχής αποτρέπει τη διαμόρφωση συνθηκών απομάκρυνσης του μάρτυρα από το δικάζοντα δικαστή και την προστασία του από την δοκιμασία των ερωτήσεων από τους παράγοντες της δίκης προεχόντως του κατηγορουμένου και του υπερασπιστή  του.

Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιούνται αποδεικτικά υποκατάστατα για τον μη εμφανισθέντα (απολιπόμενο) μάρτυρα (π.χ ανάγνωση έκθεσης εξέτασης του, , εξ ακοής μάρτυράς , κατάθεση μέσω οπτικοακουστικής συσκευής ) . Το  παραπάνω γεγονός , σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν είχε τη δυνατότητα να εξετάσει τον απολιπόμενο μάρτυρα  στην ακροαματική διαδικασία ή στη προδικασία, δημιουργεί  προϋποθέσεις απαγόρευσης αξιοποίησης τους διότι παράγεται κίνδυνος για εσφαλμένη διάγνωση της αλήθειας και έκδοση άδικης απόφασης .

Εξαιρέσεις από την αρχή της αμεσότητας και την αποδεικτική απαγόρευση είναι δυνατό, κάτω από ορισμένες συνθήκες,  να γίνουν δεκτές από το Δικαστήριο για σπουδαίους λόγους (π.χ. κλονισμός της υγείας του μάρτυρα , φόβος κινδύνου της ζωής του κλπ.) οπότε η κατάθεση του ουσιώδη αλλά απολιπόμενου μάρτυρα εισάγεται στην αποδεικτική διαδικασία με τα αποδεικτικά υποκατάστατα που αναφέρθηκαν παραπάνω.  Στις περιπτώσεις όμως αυτές εφόσον το Δικαστήριο θέλει να αξιοποιήσει στο αιτιολογικό – σκεπτικό της απόφασης το αποδεικτικό υποκατάστατο (π.χ εξ ακοής μάρτυρα) θα πρέπει να αναζητήσει «ενισχυτικές αποδείξεις» για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης , δηλαδή και άλλα αποδεικτικά μέσα που να επιβεβαιώνουν ως αληθή τα γεγονότα , ισχυρισμούς ,στοιχεία κτλ που έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου το αποδεικτικό υποκατάστατο (π.χ μάρτυρας εξ ακοής)  του απολιπόμενου μάρτυρα.

Κατά αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ότι η κατάθεση του   μάρτυρα που δεν εξετάστηκε από την υπεράσπιση ανταποκρίνεται, χωρίς να πλανάται η παραμικρή αμφιβολία,  στην αλήθεια οπότε το Δικαστήριο μπορεί να την αξιοποιήσει χωρίς να θιγεί το δικαίωμα της υπεράσπισης , η αξίωση του κατηγορουμένου για μια δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη και ταυτόχρονα η αυτεπάγγελτη υποχρέωση του Δικαστηρίου για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας .

  1. Η αρχή της ελεύθερης αντικειμενικής εκτίμησης  αποδείξεων

Η αρχή αυτή αφορά την υποχρέωση του Δικαστηρίου να εκτιμήσει την αποδεικτική βαρύτητα των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν ενώπιον του. Το Δικαστήριο στην ποινική δίκη αν και αφήνεται ελεύθερο να εκτιμά τις αποδείξεις οφείλει συγχρόνως να αιτιολογήσει την απόφαση του προβάλλοντας  ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συνεπώς η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων υπόκεινται στους περιορισμούς που θέτουν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια , αυτά των κανόνων της λογικής   , των διδαγμάτων της κοινής πείρας και οι ασφαλείς διαγνώσεις της επιστήμης και της τεχνικής. Σε αντίθετη περίπτωση μια ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων χωρίς τήρηση κανόνων και το σεβασμό των παραπάνω κριτήριων μπορεί να οδηγήσει σε μια καταδίκη παρά την ύπαρξη εύλογων αμφιβολιών, η οποία όμως απαγορεύεται από το τεκμήριο αθωότητας . Κατ’ επέκταση η προσβολή της αρχής ,  «in dubio pro reo» θίγει την κατοχυρωμένη  με το αρθ 6 της ΕΣΔΑ αξίωση του κατηγορουμένου για μια δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη  και με αυτό το σκεπτικό η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που εγείρει αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου σημαίνει παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισης του , απόλυτη ακυρότητα και λόγο αναίρεσης.  Την αντικειμενικότητα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων ελέγχει το ΕΔΔΑ στα πλαίσια της υποχρέωσης του να διασφαλίζει τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ μεταξύ των οποίων είναι και η αξίωση του κατηγορουμένου για αιτιολόγηση της απόφασης και για μια δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη.