Ευθύνη του Νομικού Προσώπου για τις πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του (άρθρο 71 του Αστικού Κώδικα).
Φύση Νομικού προσώπου.
Εκτός των υπό του ανθρώπου ως ατόμου επιδιωκόμενων συμφερόντων, υπάρχουν και άλλοι κοινωνικοί σκοποί και ποικίλα συμφέροντα, τα οποία δεν μπορούν να επιτευχθούν αλλιώς, παρά μόνον με την ένωση των δυνάμεων πολλών προσώπων ή τη συγκέντρωση ορισμένης περιουσίας. Οι υλικές και πνευματικές δυνάμεις ορισμένων προσώπων συγκροτούνται σε μία συνολική δράση προς επεδίωξη ορισμένου σκοπού ή συγκεντρώνεται ένα σύνολο περιουσίας προορισμένης προς εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, ώστε παράγεται μία νέα οντότητα, μία ιδιαίτερη προσωπικότητα (άρθρ. 61 ΑΚ). Πρόκειται για τα νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ιδία νομική υπόσταση, πλήρως ανεξάρτητη από αυτή των φυσικών προσώπων που το αποτελούν και έχουν πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις (πλην εκείνων βεβαίως που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου (62 ΑΚ) ως π.χ. οι σχέσεις οικογενειακού δικαίου. Η βούληση του είναι βούληση του νομικού προσώπου και όχι των κατ’ ιδίαν φυσικών προσώπων που το αποτελούν, οι δε πράξεις των οργάνων του είναι πράξεις αυτού του ιδίου προσώπου και όχι πράξεις αντιπροσώπου. Η έκταση της εξουσίας των διοικούντων το νομικό πρόσωπο προσδιορίζεται κάθε φορά από την συστατική πράξη ή το καταστατικό αυτού, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι περί εντολής και αντιπροσώπευσης διατάξεις (άρθρ. 68 παρ. 2 και 211 ΑΚ) και όχι απ’ ευθείας, ως προς των διορισθέντων αντιπροσώπων ή των πληρεξούσιων του νομικού προσώπου, αφού αυτοί που διοικούν αυτό δεν είναι κατ’ ουσίαν αντιπρόσωποι του νομικού προσώπου άλλα όργανα αυτού, δηλαδή αυτό τούτο το νομικό πρόσωπο.
Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες ρυθμίζουν τις σχέσεις του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου εφαρμόζονται και στα σωματεία (78-107 ΑΚ), τα ιδρύματα (108-121 ΑΚ) τα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ των μομικών προσώπων του ιδιωτικού δικαίου. Βέβαια εκτός των αναφερομένων στον Αστικό Κώδικα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, υπάρχουν και άλλα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου σε άλλους νόμους, όπως οι εμπορικές εταιρίες, οι συνεταιρισμοί που ρυθμίζονται από το εμπορικό δίκαιο ή άλλους ειδικούς νόμους, οι οποίοι συμπληρώνουν τις γενικές διατάξεις του αστικού κώδικα.
Διοίκηση του Νομικού Προσώπου.
Αυτός που έχει την διοίκηση του νομικού προσώπου επιμελείται των υποθέσεων αυτού και αντιπροσωπεύει αυτό δικαστικώς και εξωδίκως (67 εδ. 1 ΑΚ). Δεν μπορεί λοιπόν να νοηθεί νομικό πρόσωπο χωρίς διοίκηση, όπως δεν μπορεί να νοηθεί και διοίκηση χωρίς εξουσία. Η διοίκηση του νομικού προσώπου αποτελείται από ένα ή περισσότερα μέλη (ΑΚ 65 παρ. 1) οπότε επί πολυμελούς διοίκησης, όπως για λήψη απόφασης, εφόσον δεν ορίζεται άλλως από την συστατική πράξη του νομικού προσώπου ή στο καταστατικό, αυτή λαμβάνεται κατ΄απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Αν δε πρόκειται περί εξωτερικής λειτουργίας της διοίκησης, όπως για την δήλωση βούλησης προς δικαιοπραξία του νομικού προσώπου προς τρίτο ή του τρίτου προς το νομικό πρόσωπο, αυτή γίνεται από κοινού, με την σύμπραξη όλων των μελών της διοίκησης, ή προς όλα τα μέλη, εκτός αν προηγήθηκε απόφαση της πλειοψηφίας των μελών της διοίκησης με την οποία εξουσιοδοτείται ένα ή περισσότερα μέλη της προς ενέργεια δικαιοπραξιών γενικά ή ορισμένης ή ορισμένων μόνον δικαιοπραξιών. Μπορεί μάλιστα οι δικαιοπραξίες να κατανεμηθούν και μεταξύ των μελών της διοίκησης ώστε καθε μέλος να έχει εξουσία προς σύναψη, για το νομικόπρόσωπο,ορισμένης μόνον κατηγορίας δικαιοπραξιών. Γενικά η έκταση της αρμοδιότητας της διοίκησης προσδιορίζεται από την συστατική πράξη ή το καταστατικό ή το νόμο, στα οποία άλλωστε μπορούν να τεθούν και περιορισμοί π.χ. απαγόρευση της σύναψης ορισμένης δικαιοπραξίας. Στις περιπτώσει αυτές δεν δημιουργείται μόνο υποχρέωση της διοίκησης απέναντι του νομικού προσώπου στην εσωτερική μεταξύ αυτών σχέση, αλλά επιβάλλεται συγχρόνως και περιορισμός της εξουσίας της διοίκησης ως προς τις εξωτερικές σχέσεις αυτού απέναντι στους τρίτους.
Οι περιορισμοί μάλιστα της εξουσίας της διοικήσεως ισχύουν απέναντι των τρίτων, εφόσον προσδιορίζονται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό του νομικού προσώπου, των τρίτων μη δικαιούμενων να επικαλεσθούν την περί αυτών άγνοια ή την καλή πίστη. Αυτό δέχθηκε και η υπ’ αριθμ. 19/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου και ειδικότερα «Η έκταση της εξουσίας του διοικούντος οργάνου προσδιορίζεται με τη συστατική πράξη ή το καταστατικό, σ΄ αυτή δε την περίπτωση ο προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτων, οι οποίοι δεν μπορούν να αντιτάξουν άγνοια αυτών περί τούτου». Με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου επικυρώθηκε η απόφαση του Εφετείου που είχε απορρίψει την αγωγή με την αιτιολογία ότι δεν υπήρξε έγκυρη σύμβαση του εναγόμεου ν.π. με την ενάγουσα διότι, η σύμβαση έπρεπε να υπογραφεί από τον Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ν.π. μόνον εφόσον του δινόταν, και πάντα σύμφωνα με το καταστατικό, η συγκατάθεση τουλάχιστον πέντε μελών του διοικητικού συμβουλίου μετά από συνεδρίαση αυτού, πράγμα όμως το οποίο δεν είχε συμβεί στην περίπτωση που κρίθηκε από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί η υπογραφή της σύμβασης από τον πρόεδρο του Δ.Σ. χωρίς την παραπάνω απόφαση έγκυρη και σύμφωνα με το καταστατικό δήλωση βουλήσεως του νόμιμου εκπροσώπου του εναγομένου για ανάληψη συμβατικής υποχρεώσεως έναντι της ενάγουσας περί προμήθειας από αυτήν.
Η υπ’ αριθμ. 2261/2008 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης δέχθηκε επακριβώς «η αντιπροσωπευτική εξουσία του Δ.Σ. και των προσώπων, στα οποία είχε ανατεθεί η εκπροσώπηση της εταιρίας, περιορίζονταν έναντι των τρίτων από τον διαγραφόμενο στο καταστατικό της εταιρίας σκοπό και συνεπώς μόνο για τις πράξεις που ήταν σύμφωνες με τον εταιρικό σκοπό ίσχυε η αντιπροσωπευτική εξουσία των άνω οργάνων και δεσμευόταν η εταιρία, ενώ οι πράξεις που επιχειρούνταν καθ` υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ήταν άκυρες και η εταιρία δε δεσμευόταν από αυτές, ακόμη και απέναντι στους καλόπιστους τρίτους»
Έτσι μπορεί με το καταστατικό ή τη συστατική πράξη να ανατεθούν ορισμένες υποθέσεις του νομικού προσώπου σε ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι μέλος της διοίκησης. Η έννομη σχέση του διοικούντος απέναντι του νομικού προσώπου είναι σχέση είναι ιδιότυπη και όπως αυτή προσδιορίζεται στο καταστατικό και δη ως οργάνου του νομικού προσώπου.
Όποιος αμφισβητεί το κύρος της δικαιοπραξίας για έλλειψη νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, θα πρέπει αυτός επικαλούμενος το έγκυρο της δικαιοπραξίας να αποδείξει την σύναψη αυτής με αυτόν που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο οργάνου.
Ευθύνη του νομικού προσώπου απέναντι στον ζημιωθέντα.
Σύμφωνα με το άρθρο 70 του ΑΚ «Δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το Νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το Νομικό πρόσωπο». Το δε άρθρο 71 του ΑΚ ορίζει « Το Νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον». Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεσμευτικές για το νομικό πρόσωπο δικαιοπραξίες δεν μπορεί να ενεργήσει οιοδήποτε όργανο του ν.π. αλλά μόνον εκείνα στα οποία από την συστατική πράξη ή το καταστατικό ανήκει η διοίκηση αυτού. Προϋπόθεση της ευθύνης του νομικού προσώπου είναι ότι η διοίκηση αυτού (67 ΑΚ) ανατέθηκε σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πρόσωπα ορισμένες υποθέσεις του ν.π. ενήργησαν εντός των ορίων της εξουσίας τους δηλαδή μέσα στα όρια του καταστατικού.
Για το θέμα αυτό η με αριθμ. 911/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος δέχθηκε τα εξής « Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του είτε από φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ` ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεώς του δεν το δεσμεύει. Έτσι, όταν αμφισβητείται το κύρος καταρτισθείσας συμβάσεως, λόγω ελλείψεως νόμιμης εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου, εκείνος μεν που επικαλείται τη σύμβαση πρέπει να προτείνει και να αποδείξει ότι αυτή καταρτίστηκε με εκείνον που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, ο οποίος δήλωσε κατά νόμιμο τρόπο τη για τη κατάρτιση αυτήν της συμβάσεως βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο με το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο, για να καταστεί έτσι δυνατός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων». Με την απόφαση αυτή κρίθηκε νόμιμη η καταγγελία σύμβασης εργασίας εργαζομένου σε ανώνυμη εταιρία που έγινε στο όνομα αυτής από υπαλλήλους της, και όχι από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, για το λόγο ότι όπως προέκυψε από το σχετικό απόσπασμα πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας οι υπάλληλοι αυτής είχαν εξουσιοδοτηθεί ειδικά όπως, μεταξύ άλλων να καταγγέλλουν συμβάσεις εργασίας για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο και να υπογράφουν τα έγγραφα καταγγελίας ή λύσεως των σχέσεως εργασίας υπαλλήλων με την εταιρία, και επομένως προέκυψε ότι στην απόφαση αυτή εναγόμενη ανώνυμη εταιρία διά του αρμοδίου οργάνου της (διοικητικού συμβουλίου), αποφάσισε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του στην αγωγή ενάγοντα, η καταγγελία δε αυτή υλοποιήθηκε από τις εξουσιοδοτηθείσες υπαλλήλους της, οι οποίες υπέγραψαν αυτήν.
Το ν.π. ευθύνεται από τις πράξεις ή τις παραλείψεις των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των ανατεθεμένων σ’ αυτά καθηκόντων και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης. Επί πλέον ευθύνεται εις ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο (71 ΑΚ), εκτός αν αποδείξει ότι η πράξη ή η παράλειψη του οργάνου του οφείλεται σε ατομική του υπόθεση και επομένως το ν.π. δεν ευθύνεται. Η υπ’ αριθμ. 1723/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου δέχθηκε για το θέμα αυτό επακριβώς: «Αντίστοιχα και το νομικό πρόσωπο ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 του ΑΚ για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν και υποχρεούται σε αποζημίωση του ζημιωθέντος, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, πρέπει, δηλαδή, να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, αδιάφορο αν το όργανο ενήργησε καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της εξουσίας του, ενώ επιπλέον ευθύνεται εις ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο (ΑΠ 1615/1999). Μάλιστα σε περίπτωση συλλογικής διοίκησης του νομικού προσώπου (άρθρ. 65 του ΑΚ), από τη δράση της οποίας στο πλαίσιο των άρθρ. 67 και 68 του ΑΚ ανέκυψε αδικοπρακτική ευθύνη του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης κάθε μέλους της διοίκησης για τη θεμελίωση υποχρέωσής του προς αποζημίωση του ζημιωθέντος από το αδίκημα, μπορεί όμως το κάθε μέλος να αμφισβητήσει κατ` ένσταση την προσωπική ευθύνη του, ισχυριζόμενο ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικά υπαίτιο για τη διάπραξη του αδικήματος. Επομένως και ο νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρείας ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις παραπάνω διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του». Η υπ’ αριθμ. 3025/1995 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης δέχθηκε ότι: «Αν δε ο συμπράξας κατά την κατάρτιση της συμβάσεως ως αντιπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν είχε κατ` αυτήν εξουσία προς αντιπροσώπευσή του, το νομικό πρόσωπο δεσμεύεται από την ενέργεια του μόνον αν επακολουθήσεις έγκριση αυτού, ρητή ή σιωπηρά, εκ της οποίας, ενεργούσης αναδρομικώς, θεραπεύεται η ακυρότης της συμβάσεως εκ της ελλείψεως αυτής»
Το ν.π. όμως ευθύνεται όχι μόνον εκ των εντός της εξουσίας των οργάνων του δικαιοπραξιών, αλλά και για αδικοπραξίες των οργάνων του, που έγιναν κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σ’ αυτά καθήκοντα. Τα παραπάνω βέβαια ισχύουν μόνον εφόσον από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του νομικού προσώπου προέκυψε ευθύνη αποζημίωσης. Η υπ’ αριθμ. 3/2016 απόφαση του Εφετείου Λαμίας δέχθηκε επακριβώς: «Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων πού το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι, πλέον του νομικού προσώπου και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής». Η απόφαση αυτή αποφάνθηκε ότι ο εναγόμενος στην αγωγή που έκρινε το δικαστήριο αυτό, είχε εκδώσει ως νόμιμος εκπρόσωπος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ανώνυμης εταιρίας ακάλυπτες επιταγές ευθύνεται και ο ίδιος ατομικά μαζί με την εταιρία που εκπροσωπούσε και εξέδωσε τις επιταγές στο όνομα αυτής, γιατί η έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι ποινικό αδίκημα και αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ.
Μάλιστα το νομικό πρόσωπο ευθύνεται σε αποζημίωση όχι μόνον για κάθε πράξη ή παράλειψη του αρμοδίου οργάνου που προξενεί περιουσιακή ζημία σε τρίτο, αλλά και για τυχόν στον τρίτο προξενηθείσα ηθική βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 932 ΑΚ. Η ευθύνη δε του νομικού προσώπου για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων δεν μπορεί με το καταστατικό να αποκλεισθεί, τυχόν δε τέτοιος δεν έχει ισχύ έναντι των τρίτων. Για το θέμα αυτό η υπ’ αριθμ. 380/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου δέχθηκε τα εξής: «Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, που ορίζει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι οι ακόλουθες: α) Πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο. Ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 του ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου. Και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου αν το όργανο ενήργησε καθ` υπέρβαση των καθηκόντων αυτών κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρον και αυτό και το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή το νομικό πρόσωπο έχει πρόσθετη μετά του καταστατικού οργάνου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως από αυτήν του τελευταίου».
Όπως ήδη προανέφερα παράλληλα με την ευθύνη του ν.π. από την πράξη ή παράλειψη του οργάνου του ευθύνεται απέναντι του τρίτου και το ίδιο το υπαίτιο όργανο ή φυσικό πρόσωπο κατά τις περί παθητικής εις ολόκληρο οφειλής διατάξης (ΑΚ 71) δηλαδή να στραφεί τόσο κατά του νομικού προσώπου όσο και του οργάνου του.
Τέλος, το νομικό πρόσωπο δεν ευθύνεται απέναντι στους τρίτους για τις πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίως καταστατικών οργάνων του κατά την εκτέλεση των ανατιθειμένων σ’ αυτά καθηκόντων, αλλά και από τις πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων εκείνων, τα οποία δεν είναι μεν όργανα του, αλλά άλλα βοηθητικά φυσικά πρόσωπα χρησιμοποιούμενα συνήθως από τα όργανα για την εκπλήρωση της παροχής, όπως οι υπάλληλο, βοηθοί, υπηρέτες κ.λ.π. των οποίων οι παραλείψεις προξένησαν ζημία σε τρίτους κατά τις διατάξεις των άρθρων 334 και 922 ΑΚ. Η ευθύνη των νομικών προσώπων για τις πράξεις οι παραλείψεις των βοηθών, είναι ευθύνη αντικειμενική, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται μόνον όταν υπάρχει πταίσμα περί την εκλογή και εποπτεία προσώπων αυτών, αλλά ανεξαρτήτως πταίσματος. Για το θέμα αυτό δέχθηκε τα παρακάτω η με αριθμό 6563/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, που κατέστη δυνατή (η τέλεση), εξαιτίας ακριβώς της θέσης, των μέσων και των ευκαιριών που χορήγησε ο αντιπρόσωπος στα πλαίσια της ειδικής σχέσης προς τον αντιπροσωπευόμενο, και με τη χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό, από εκείνο για τον οποίο του ανατέθηκαν» Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η αγωγή κατά Ομόρρυθμης εταιρίας, οι υπάλληλοι της οποίας, ενεργώντας υπό τις εντολές και οδηγίες της, είχαν τοποθετήσει ελαττωματική τέντα στην ενάγουσα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό αυτής.