Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
ΚΑΙ Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Για την προστασία του διοικουμένου από τις παραβάσεις των οργάνων του Κράτους και των υπολοίπων οργάνων της Διοίκησης, προβλέπονται συστήματα ελέγχου της Δημόσιας Διοίκησης από τα δικαστήρια. Από τα Διοικητικά Δικαστήρια γίνεται ο νομικός έλεγχος της διοίκησης ο οποίος, έχει ως σκοπό την προστασία των έννομων συμφερόντων του ατόμου πρου προσβάλεται από την διοικητική δραστηριότητα. Η αρχή του δικαστικού ελέγχου προκύπτει από τις διατάξεις όλων των Συνταγμάτων που ίσχυσαν διαδοχικά στην Ελλάδα και που αφορούν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων για διοικητικές διαφορές. Στο ισχύον Σύνταγμα η παροχή δικαστικής προστασίας προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 στην οποία περιλαμβάνεται και η προστασία από παραβάσεις των οργάνων της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτός ο δικαστικός έλεγχος είναι αναγκαίος έτσι ώστε να ισχύει η αρχή του κράτους δικαίου και της νομιμότητας.
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Αναφορικά με τις διοικητικές διαφορές, αυτές διακρίνονται σε ακυρωτικές και σε διαφορές ουσίας. Οι διαφορές είναι ακυρωτικές όταν σύμφωνα με τις διατάξεις, το δικαστήριο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του α) ελέγχει τη νομιμότητα μιας κανονιστικής ή ατομικής διοικητικής πράξης ή την παράλειψη έκδοσης μιας διοικητικής πράξης, δηλαδή εξετάζει αν η πράξη ή η παράλειψη βρίσκεται σε αρμονία με τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της πράξης, β) διαπιστώνει την έκδοση της πράξης ή την συντέλεση της παράλειψης κατά παράβαση των κανόνων αυτών, χωρίς να προβαίνει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και γ) απλώς και μόνο ακυρώνει, δηλαδή εξαφανίζει την πράξη ή την παράλειψη. Στις ακυρωτικές διαφορές πραγματοποιείται έλεγχος νομιμότητας, στον οποίο περιλαμβάνεται η πλάνη περί τα πράγματα, που οδηγεί στην ακύρωση της ελεγχόμενης διοικητικής πράξης. Οι διοικητικές διαφορές έχουν χαρακτήρα ουσίας όταν το δικαστήριο ελέγχοντας τη νομιμότητα και εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά α) αναγνωρίζει την ύπαρξη ή την έλλειψη ενός δημόσιου δικαιώματος, β) διαπιστώνει ότι το δικαίωμα αυτό έχει υποστεί βλάβη γ) προσδιορίζει την έκταση της βλάβης και δ) καθορίζει τη αποκατάσταση της έννομης κατάστασης εκείνου που άσκησε το ένδικο βοήθημα, σύμφωνα με τους κανόνες που τη διέπουν. Αυτή η αποκατάσταση μπορεί να συνίσταται είτε στην ακύρωση ή τροποποίηση της διοικητικής πράξης ή την ακύρωση της παράλειψης που προκάλεσε τη διατάραξη της έννομης κατάστασης και εφόσον συντρέχει περίπτωση στην καταψήφιση των οφειλομένων ποσών αποζημίωσης ή άλλης παροχής. Πάντως σε καμιά περίπτωση το διοικητικό δικαστήριο που εκδικάζει μια διοικητική διαφορά δε μπορεί να υποκαταστήσει τη Διοίκηση και να εκδώσει νέα διοικητική πράξη αφού ακυρώσει την προσβαλλόμενη.
Διάκριση διοικητικών δικαστηρίων
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα κάθε κατηγορίας δικαστήρια δηλαδή η «δικαστική εξουσία» στο σύνολό της, αποτελούν βασικούς θεσμούς της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας κάνει λόγο το άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος. Με κριτήριο τη δικαιοδοσία τους σε υποθέσεις ορισμένης κατηγορίας τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά. Πριν από το ν. 1406/83, σύμφωνα με το Σύνταγμα και την τότε ισχύουσα νομοθεσία, τα διοικητικά δικαστήρια διακρίνονταν σε τακτικά, με την ευρεία έννοια (ΕΣ, ΣΕ, Τακτικά διοικητικά δικαστήρια), και σε ειδικά (φορολογικά δικαστήρια δήμων και κοινοτήτων, διοικητικά δικαστήρια ορίων, Διοικητικό Δικαστήριο Μεταλλείων, διοικητικά δικαστήρια στρατιωτικών και ναυτικών επιτάξεων κτλ). Με την ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας που πραγματοποιήθηκε με το ν. 1406/83 και την εξαφάνιση των ειδικών διοικητικών δικαστηρίων, η διάκριση των διοικητικών δικαστηρίων σε «τακτικά» και «ειδικά» δεν έχει πλεον σημασία. Ας εξετάσουμε λοιπόν ένα ένα τα προαναφερόμενα διοικητικά δικαστήρια, ήτοι, το ΣΤΕ, το ΕΣ και τα Τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
α. Δικαιοδοσία ΣτΕ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το αρμόδιο δικαστήριο για την ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Η οριοθέτηση της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με τα τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια περιλαμβάνει την αντίστοιχη κατανομή των αρμοδιοτήτων στα πλαίσια των ουσιαστικών και ακυρωτικών διαφορών. Όσον αφορά στις αρμοδιότητες του, το ΣτΕ έχει διφυή χαρακτήρα καθώς είναι μεν διοικητικό όργανο με συμβουλευτική αρμοδιότητα αλλά και διοικητικό δικαστήριο με δικαστικές αρμοδιότητες. H διοικητική του αρμοδιότητα καθορίζεται στο άρθρο 95 παρ1 (δ). Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1, στις δικαστικές αρμοδιότητες του ΣτΕ περιλαμβάνονται η ακυρωτική αρμοδιότητα που συνίσταται στη μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου (αρ. 95 παρ 1α), η αναιρετική αρμοδιότητα, η μετά από αίτηση δηλαδή αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων όπως νόμος ορίζει (αρ 95 παρ1β) και τέλος η εκδίκαση διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σε αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 95 παρ 1γ). To ΣτΕ είναι το κατ΄ εξοχήν δικαστήριο της αίτησης ακύρωσης και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται αποδυνάμωση αυτής του της αρμοδιότητας, υπέρ της οποίας ομιλεί το «σχετικό συνταγματικό τεκμήριο». Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 95, με νόμο μπορεί να υπαχθεί η εκδίκαση ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων σε διοικητικά δικαστήρια άλλου βαθμού με την επιφύλαξη ότι το ΣτΕ θα δικάζει σε δεύτερο βαθμό όπως νόμος ορίζει. Με τον ν.702/1977 άρθρο 1, όπως αντικαταστάθηκε με τον ν. 2721/1999 άρθρο 1 παρ. 1, έχει υπαχθεί στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων (ΔΕ) η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεων ακυρώσεως που στρέφονται κατά ορισμένων ατομικών διοικητικών πράξεων. Αν η αίτηση ακύρωσης κατά κανονιστικής πράξης που αφορά τα θέματα αυτά ασκηθεί στο ΔΕ με δικόγραφο με το οποίο ασκείται και αίτηση ακύρωσης ατομικής διοικητικής πράξης, απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της κανονιστικής πράξης (ν. 702/1977 άρθρο 2 παρ 2). Εξάλλου αίτηση ακυρώσεως κατά κανονιστικής πράξης που αφορά τα θέματα αυτά ασκείται μόνο στο ΣτΕ.
β. Δικαιοδοσία Τακτικών Διοικητικών Δκαστηρίων
Τακτικά ή γενικής δικαιοδοσίας δικαστήρια λέγονται εκείνα που είναι αρμόδια να ασκήσουν τη δικαστική λειτουργία σε κάθε θέμα ή με άλλη έκφραση, εκείνα που εκδικάζουν τις κάθε φύσης διαφορές και τις κάθε είδους αξιόποινες πράξεις, εκτός από όσες, σύμφωνα με ειδική επιταγή του Συντάγματος ή ενδεχόμενα του νόμου έχουν ανατεθεί στην αρμοδιότητα ιδιαίτερων δικαστηρίων. Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι αρμόδια για την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας με την επιφύλαξη όμως των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εκείνων του Συμβουλίου Επικρατείας. Η δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ολοκληρώθηκε με τον Ν. 1406/1983 ο οποίος υπήγαγε σε αυτά διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν υπαγονται στην ειδική αρμοδιότητα του ΣτΕ, του ΕΣ ή ακόμα και των πολιτικών δικαστηρίων βάσει συνταγματικών διατάξεων. Πριν τη μετονόμασή τους σε τακτικά διοικητικά δικαστήρια με τον ν. 505/1976, ονομάζονταν τακτικά φορολογικά δικαστήρια που είχαν συσταθεί με το ΝΔ 3845/1958. Από αυτά, όσα δίκαζαν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ονομάζονταν πρωτοβάθμια φορολογικά δικαστήρια και σε δεύτερο, δευτεροβάθμια φορολογικά δικαστήρια.
Η οργάνωση, αρμοδιότητα και λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και το άρθρο 94 του Συντάγματος, ενώ για όσα θέματα δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των ν. 4125/1960 «περί κυρώσεως του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας», του ν. 702/1977 «περί υπαγωγής υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια», του ν. 1406/1983 «ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» και του ν. 1756/1988, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν. Εάν το τακτικό διαστήριο αποφανθεί ότι η διαφορά που εχεί εισαχθεί σε αυτό με προσφυγή έχει ακυρωτικό χαρακτήρα, την παραπέμπει στο ΣτΕ, ενώ αν η διαφορά ανήκει στη δικαιοδοσία του ΕΣ την παραπέμπει σε αυτό.
Βέβαια, με το άρθρο 29 παρ. 1 του πρόσφατου Νόμου 2721/1999, ανατέθηκε στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό ακυρωτικών διαφορών εκτός από εκείνες που τους ανατέθηκαν στο παρελθόν με το άρθρο 1 Ν.702/1977. Εξάλλου, σύμφωνα και με την παρ. 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος « Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣΤΕ μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το ΣτΕ δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει». Βλέπουμε συνεπώς πως οι νέες ακυρωτικές διαφορές ανατίθενται σε πρώτο μόνο βαθμό στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και σε τελευταίο βαθμό επιφυλάσσεται η ακυρωτική επίσης αρμοδιότητα του ΣτΕ. Η κατανομή αυτή όμως των ακυρωτικών αρμοδιοτήτων μεταξύ ΣτΕ και τακτικών διοικητικών δικαστηρίων πρέπει να διέπεται από την αρχή της υπαγωγής των ακυρωτικών διαφορών που δεν έχουν γενικότερες επιπτώσεις στην οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και εν γένει στη δράση της δημόσιας διοίκησης στα διοικητικά δικαστήρια. Η υπαγωγή όμως αυτή πρέπει να διαφυλάσσει το ρόλο και τη φυσιογνωμία του ΣτΕ ως ακυρωτικού δικαστηρίου με γενική αρμοδιότητα. Ενώ, οι επιταγές του Κράτους Δικαίου επιβάλλουν τη γενική αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στις ουσιαστικές διαφορές, που πρέπει ολοένα και να διευρύνονται, στο χώρο των ακυρωτικών διαφορών πρέπει να διαφυλαχθεί ο ρόλος του ΣτΕ ως ακυρωτκού με γενική αρμοδιότητα. Ο νομοθέτης του ν. 2721/1999, όπως και εκείνος του ν. 702/1977, επέλεξε ως ακυρωτικό δικαστήριο πρώτου βαθμού το τριμελές διοικητικό εφετείο όπως επίσης και αναφορικά με τις νέες διαφορές, η περιαγωγή τους στην αρμοδιότητα του ΣτΕ γίνεται διαμέσου ασκήσεως ως ενδίκου μέσου σχετικής εφέσεως.
γ. Διακρίσεις διαφορών ουσίας υπαγόμενων στα τακτικά δικαστήρια
Οι διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται κατά συνέπεια στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από την άποψη του αντικειμένου τους κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: α) Στις φορολογικές διαφορές β) στις χρηματικές διαφορές και γ) στις λοιπές διαφορές.
α) Στις φορολογικές διαφορές υπάγονται οι διαφορές που ανακύπτουν από καταλογισμό φόρων, δασμών, τελών, προστίμων και χρηματικών κυρώσεων, οι διαφορές οι σχετικές με την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δασμών, τελών και εισφορών, οι διαφορές από τη δημοτική και κοινοτική φορολογία (ν. 1406/1983, άρθρο 1 παρ. 2), οι διαφορές από ατομικές πράξεις που επιβάλλουν κάθε είδους κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας ακόμα και αν αυτές επιβάλλονται αυτοτελώς ή άσχετα με υποχρέωση φόρου, και τέλος οι διαφορές από αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής ή ανάκληση της φορολογικής δήλωσης.
β) Στις χρηματικές διαφορές υπάγονται οι διαφορές που αφορούν αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, Ο.Τ.Α., Ν.Π.Δ.Δ. και οι οποίες πηγάζουν από σχέσεις που πηγάζουν από το διοικητικό δίκαιο. Τέτοιες είναι από αποζημίωση βάσει των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, από αποζημίωση από στρατιωτικές, ναυτικές, αεροπορικές επιτάξεις, καθώς και από αποζημίωση λόγω παράβασης των όρων διοικητικής σύμβασης. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 2721/1999 ορίστηκε ότι και οι διαφορές οι σχετικές με τις μη δεδουλευμένες αποδοχές, υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων. Στις λοιπές διαφορές που αφορούν στην κοινωνική ασφάλιση και αναφέρονται στις ασφαλιστικές σχέσεις, στην προστασία αναπήρων και θυμάτων πολέμου, στην εργατική κατοικία και στην υγειονομική περίθαλψη. Επίσης, στις διαφορές που σχετίζονται με τους Ο.Τ.Α., στις διαφορές από λατομεία, από πράξεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων για αποδοχή ή απόρριψη σήματος. Παράλληλα, διαφορές από ερμηνεία, εκτέλεση και λύση διοικητικών συμβάσεων και διαφορές που αφορούν στην εφαρμογή του Κ.Ε.Δ.Ε. για την είσπραξη των απαιτήσεων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ. Διοικητικές διαφορές ουσίας υπαγόμενες στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι και εκείνες που επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις ή ποινές όταν η διοικητική πράξη που την επιβάλλει εξαντλείται στη χρηματική απαίτηση του Δημοσίου. Την ίδια στιγμή διαφορές που έχουν να κάνουν με τη χορήγηση, ανάκληση ή αφαίρεση αδείας κυκλοφορίας οχημάτων και την επιβολή συναφών κυρώσεων όπως και όσες σχετίζονται με την παραχώρηση δικαιώματος και τον καθορισμό των όρων εκμετάλλευσης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (λεωφορείων, φορτηγών κτλ). Τέλος σε αυτή τη κατηγορία ανήκουν και οι διαφορές που προκύπτουν από την επιβολή πειθαρχικών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα Ν.Π.Δ.Δ.
δ. Ανάθεση νέων ακυρωτικών διαφορών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια
Με τις διατάξεις του άρθρου 29 ν. 2721/1999 ανατίθεται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό ακυρωτικών διαφορών, πέραν εκείνων που τους έχουν ανατεθεί με το άρθρο 1 ν. 702/1977. Η ανάθεση αυτή στηρίζεται στην ειδική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος. Εκεί ορίζεται ότι η εκδίκαση κατηγοριών υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπαχθεί με νόμο σε διοικητικά τακτικά δικαστήρια άλλου βαθμού, με την επιφύλαξη πάντως της αρμοδιότητας σε τελευταίο βαθμό του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς και οι νέες ακυρωτικές διαφορές ανατίθενται κατά πρώτο μόνο βαθμό στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ενώ και πάλι επιφυλάσσεται σε τελευταίο βαθμό η ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τα λοιπά, όπως ο νομοθέτης του ν. 702/1977, έτσι και ο νομοθέτης του ν. 2721/1999, επέλεξε ως ακυρωτικό δικαστήριο πρώτου βαθμού το τριμελές διοικητικό εφετείο, ενώ η περιαγωγή τους στην κατά τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, γίνεται διαμέσου ασκήσεως ως ενδίκου μέσου, σχετικής «εφέσεως». Την έφεση αυτή την προβλέπει το άρθρο 5 ν. 702/1977. Επίσης, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεως ακυρώσεως ατομικών διοικητικών πράξεων οι οποίες αφορούν την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, υποτρόφους και μετεκπαιδευόμενους. Από την κατηγορία αυτή εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν την εισαγωγή στην 3βάθμια εκπαίδευση και την αναγνώριση τίτλων σπουδών. Οι τελευταίες αυτές υποθέσεις δεν μεταβιβάζονται και εξακολουθούν να υπάγονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μεταβιβάζονται επίσης οι υποθέσεις που αφορούν στην ανάκληση μη συντελεσμένων «ρυμοτομικών» απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων επί μακρών «ρυμοτομικών» βαρών.
ε. Δικαιοδοσία Ελεγκτικού Συνεδρίου
Σύμφωνα δε με το άρθρο 98 του Συντάγματος, το ΕΣ έχει τις εξής αρμοδιότητες: γνωμοδοτική, ελεγκτική και δικαστική. Η γνωμοδοτική του αρμοδιότητα ασκείται με γνωμοδότηση στα σχέδια νόμου που αναφέρονται στην απονομή συντάξεως από το Κράτος και τις προυποθέσεις της. Οι ελεγκτικές του αρμοδιότητες προβλέπονται στο άρθρο 98 παρ. 1 και περιλαμβάνουν α) την υποβολή προς τη Βουλή έκθεσης για τον απολογισμό και τον ισολογισμό του Κράτους β) τον έλεγχο των δαπανών του Κράτους, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ γ) την επιτήρηση των δημόσιων υπόλογων, δ) την παρακολούθηση των δημόσιων εσόδων και τον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων και προμήθειας ποσού άνω των 1.000.000.000 δρχ. (ν. 2145/1993 άρθρο 15. Πάντως, με την αναθεωρημένη διάταξη του άρθρου 98 του Συντάγματος, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποκτά ρητά εκ του Συντάγματος την αρμοδιότητα του προληπτικού ελέγχου όλων των μεγάλων συμβάσεων που συνάπτει το Κράτος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας .
στ. Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα διοικητικών δικαστηρίων
Στα πλαίσια της ήδη αναφερθείσας δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, η αρμοδίοτητα των δικαστηρίων αυτών διακρίνεται σε α) καθ’ ύλην με κριτήριο το βαθμό δικαιοδοσίας τους, δηλαδη τη διακρισή σε διοικητικά πρωτοδικεία και δοικητικά εφετεία και τη σύνθεση των διοικητικών πρωτοδικείων και β) κατά τόπον με κριτήριο το δεσμό των υποθέσεων με την περιφέρεια μέσα στην οποία ασκεί την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του καθένα από τα ομοειδή δικαστήρια. α) Στην καθ’ ύλην αρμοδίοτητα επομένως των μονομελών ΔΠ υπάγονται : i) Διαφορές οι σχετικές με τις κοινοτικές εκλογές, ii) Διαφορές που εκδίδονται βάσει του ΚΕΔΕ, iii) Διαφορές με αντικείμενο χρηματικές απαιτήσεις συνολικού ποσού μέχρι 2.000.000, με εξαιρεση τις σχετικές με την παροχή κοινωνικής προστασίας διαφορές.
Στην αρμοδιότητα των τριμελών Διοικητικών Πρωτοδικείων υπάγονται : i) Οι λοιπές διαφορές ουσίας και ii) Η εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων.
Τέλος, στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων υπάγονται : i) Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελών ΔΠ, ii) Οι διαφορές από τις διοικητικές συμβάσεις (ΚΔΔ/μίας άρθρο 6) και iii) Οι αιτήσεις ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 702/1977
β) Η κατά τόπον αρμοδιότητα των ΔΠ και ΔΕ, εφόσον δεν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις, προσδιορίζεται ως εξής: Στην περίπτωση διαφορών από δοικητικές πράξεις ή παραλείψεις έκδοσης διοικητικών πράξεων, από την έδρα της αρχής αυτής με εξαίρεση τις διαφορές που αφορούν τα όρια δήμων και κοινοτήτων, τις διαφορές μεταξύ του ΟΓΑ και προσώπων ασφαλισμένων σε αυτόν ή δικαιουμένων παροχές (ΚΔΔ/μίας άρθρο 7 παρ.2), διαφορές σχετικές με τον ΚΕΔΕ (ΚΔΔ/μίας άρθρο 218 παρ.2), την προσωπική κράτηση (ΚΔΔ/μίας άρθρο 232) και τις νομαρχιακές, δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές (ΚΔΔ/μίας άρθρο 245 παρ.2). Κάθε ΔΕ είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων των ΔΠ που εδρεύουν στην περιφέρειά του).
OΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Οργάνωση Συμβουλίου Επικρατείας
Αναφορικά με την οργάνωσή του, αποτελείται από τον πρόεδρο, 7 αντιπροέδρους, 42 συμβούλους, 48 παρέδρους και 50 εισηγητές. Τις δικαστικές του αρμοδιότητες τις ασκεί σε Ολομέλεια και σε τμήματα. Όσο για τα τμήματά του, αυτά έχουν δύο συνθέσεις : πενταμελή και επταμελή. Άν μια υπόθεση εισαχθεί στην Ολομέλεια αντί για το αρμόδιο τμήμα και αντίστροφα, ή σε αναρμόδιο τμήμα ή σε αναρμόδια σύνθεση τμήματος, τότε η αρμοδιότητα εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων και εκδίδεται απόφαση που παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα.
Οργάνωση Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων
Τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια αποτελούνται από α) τα διοικητικά πρωτοδικεία και β) τα διοικητικά εφετεία. Τα μεν διοικητικά πρωτοδικεία διακρίνονται σε i) μονομελή που αποτελούνται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον πρωτοδίκη που ορίζει αυτός και ii) τριμελή, που αποτελούνται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες ή παρέδρους πρωτοδικών. Τα δε διοικητικά εφετεία αποτελούνται από τον πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες. Τα διοικητικά δικαστήρια διασκέπτονται και αποφασίζουν και ως συμβούλια ή σε ολομέλεια.
Οργάνωση Ελεγκτικού Συνεδρίου
Το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ) αποτελείται από τον πρόεδρο, 5 αντιπροέδρους, 20 συμβούλους, 40 παρέδρους και 40 εισηγητές. Το ΕΣ ασκεί τις δικαστικές του αρμοδιότητες σε Ολομέλεια και σε πέντε τμήματα. Δικάζοντας δε σε Ολομέλεια έχει χαρακτήρα ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου δεδομένου ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας είναι αμετάκλητες και δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, εκτός από την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Σκοπός της οργάνωσης της διοικητικής δικαιοσύνης είναι η προστασία του διοικούμενου από τις παραβάσεις των οργάνων του Κράτους και των υπολοίπων οργάνων της Διοίκησης. Για το λόγο αυτό η οργάνωση και η λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα.
Με την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος προστέθηκαν και άλλες αρμοδιότητες στα διοικητικά δικαστήρια. Τη σπουδαιότερη θέση μεταξύ αυτών κατέχει το Συμβούλιο Επικρατείας του οποίου ο ρόλος είναι κυρίως ακυρωτικός. Όσον αφορά στις διαφορές ουσίας, αυτές εξετάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια πλην των εξαιρέσεων που ρητά αναφέρονται στο Σύνταγμα. Τέλος, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατέχει το ρόλο του ελεγκτή του Κράτους. Η σημαντικότερη όμως αναθεώρηση διάταξης είναι αυτή του άρθρου 94 του Συντάγματος όπου η βασική μεταβολή που επέρχεται είναι η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως προς τον καθορισμό της έννοιας της διοικητικής και ιδιωτικής διαφοράς ενώ ταυτόχρονα ενοποιείται η δικαιοδοσία του Συμβουλίου Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στα οποία ανατίθεται η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών, τόσο των ακυρωτικών, όσο και των ουσιαστικών. Με αυτόν τον τρόπο ο κοινός δικονομικός νομοθέτης αποκτά μεγαλύτερη διαπλαστική ευχέρεια.
Έτσι λοιπόν η διοικητική δικαιοσύνη μετά από μακρόχρονη πορεία, και αγώνες, μοιάζει επιτέλους να σχηματοποιήθηκε και να της αναγνωρίστηκε ο σπουδαίος ρόλος της, τόσο σε γενικότερο πλαίσιο όσο και σε ειδικότερο, λαμβανομένου υπόψη του κατεκτημένου πλέον δικαιώματος των τακτικών διοικητικών δικαστών να προαχθούν σε Συμβούλους Επικρατείας.-