Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κεντρικός άξονας στην ποινική διαδικασία είναι η απόδειξη. Το Δικαστήριο καλείται να αξιολογήσει και να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία και βαρύτητα των αποδεικτικών μέσων κατά τρόπο ελεύθερο σύμφωνα όμως με την αρχή της ηθικής απόδειξης (αρθ. 177 παρ. 1 ΚΠΔ). Η παραπάνω αρχή ή αλλιώς αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων σημαίνει πως το Δικαστήριο αν και αφήνεται ελεύθερο να εκτιμήσει τα αποδεικτικά μέσα χωρίς να δεσμεύεται από νομικούς κανόνες αποδείξεως περιορίζεται από την υποχρέωση του για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των αποφάσεων του έτσι ώστε να αποτρέπονται αυθαίρετες και άδικες αποφάσεις. Η αιτιολόγηση αυτή θα πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια όπως οι κανόνες της λογικής , τα διδάγματα της κοινής πείρας και οι ασφαλείς διαγνώσεις της επιστήμης και της τεχνικής. Στο παραπάνω πλαίσιο αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να αιτιολογεί γιατί δίνει ή δε δίνει πίστη σε ορισμένο ή ορισμένα αποδεικτικά μέσα , γιατί επέλεξε τα συγκεκριμένα ως βάση των διαπιστώσεων του αν και υπάρχουν άλλα για την αντίθετη . Η μη τήρηση των παραπάνω μπορεί να οδηγήσει σε μια καταδίκη παρά την ύπαρξη εύλογων αμφιβολιών πράγμα που απαγορεύεται από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και σημαίνει παραβίαση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης απόλυτη ακυρότητα και λόγω αναίρεσης .Τα παραπάνω έχουν γίνει δεκτά κατ’ επανάληψη από το ΕΔΔΑ με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι δε θα παραβιαστεί οποιοδήποτε δικαίωμα ή ελευθερία που κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ και τα πρόσθετα σε αυτή Πρωτόκολλα, ένα από τα οποία είναι και το δικαίωμα του κατηγορουμένου για μια δίκαιη δίκη .
Παρά τις παραπάνω παραδοχές στις αποφάσεις του ο Άρειος Πάγος αρνείται να διαμορφώσει αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων και θεωρεί την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων αναιρετικά ανέλεγκτη παρά το γεγονός ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται την ύπαρξη αμφιβολιών για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Κατά τον Άρειο Πάγο η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ουσίας οφείλει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόφαση του και να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του που σκοπό έχουν την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό κτλ, μόνο όμως, αν αυτοί οι ισχυρισμοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση τους πραγματικά περιστατικά. Ειδικά όμως για τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο ουσίας ο Άρειος Πάγος δεν απαιτεί αναλυτική παράθεση , ανάλυση , αξιολογική συσχέτιση ή σύγκριση μεταξύ τους ή προσδιορισμό ποιο βάρυνε περισσότερο και γιατί στο σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ενώ άλλα αποδεικτικά μέσα εξαιρέθηκαν . Συνεπώς όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν για το Ανώτατο δικαστήριο λόγοους αναιρέσεως διότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ουσίας.
Ξεχωριστό θέμα αποτελεί η αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου στο πρόσωπο του δράστη . Η νομολογία του Άρειου Πάγου τείνει στην αιτιολόγηση μόνο στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο (όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος) ή έχουμε την περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου . Το παραπάνω θέμα αποκτά διαστάσεις στις περιπτώσεις αυτές που ο κατηγορούμενος αρνείται το δόλο του ως στοιχείο καταλογισμού, με σαφή και ορισμένο τρόπο και προβάλει ισχυρισμούς για μεταβολή της κατηγορίας π.χ. από ανθρωποκτονία με πρόθεση σε θανατηφόρα σωματική βλάβη ή σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο . Στις περιπτώσεις αυτές το Δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει τα λεγόμενα του δράστη ως αυτοτελή ισχυρισμό και να αποδείξει με βεβαιότητα και φερέγγυα και αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα το δόλο διαφορετικά θα πρέπει να δεχθεί τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Βέβαια επειδή ο δόλος αποτελεί ένα εσωτερικό γεγονός που δύσκολα αποδεικνύεται η απόδειξη του, αναγκαστικά θα στηριχθεί σε ενδείξεις και αντενδείξεις όπως η ιδιοτέλεια , οι περιστάσεις υψηλού κινδύνου η διακαής επιθυμία του δράστη να διαφυλάξει ένα έννομο αγαθό (περιουσία, γαλήνη ευτυχία κτλ.) η αυτοδιακινδύνευση κτλ
Β. ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης αποτελούν τα νομικά ζητήματα δηλαδή τα νομικά σφάλματα και οι διαδικαστικές παραβάσεις .
Συγκεκριμένα σε αναιρετικό έλεγχο υπόκεινται τα νομικά ζητήματα τα σχετικά με νομικά σφάλματα που σχετίζονται με την ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα του ουσιαστικού ποινικού δικαίου ή και με δικονομικές ή διαδικαστικές παραβάσεις (δηλ. παράβαση δικονομικών διατάξεων που μπορεί να οφείλεται ακόμη και στην εσφαλμένη ερμηνεία αυτών.)
Όπως διαφαίνεται από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, ο Άρειος Πάγος θεωρεί πραγματικό ζήτημα (και όχι νομικό) και σχετιζόμενο με την κρίση του Δικαστηρίου ουσίας, την μη έρευνα κρίσιμων πραγματικών γεγονότων ,τη μη εξέταση ή την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και για αυτό το λόγο όλα τα παραπάνω δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, παρά το γεγονός ότι εξαιτίας των προαναφερομένων η διαμόρφωση της αιτιολογίας της απόφασης των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων που αποτελεί και αυτή δικονομική πράξη, μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην αλήθεια αλλά να έχει υποπέσει σε δικαστική πλάνη .
Ως προς το παραπάνω ζήτημα σε πολλές αποφάσεις του ΕΔΔΑ όπως π.χ. στην υπόθεση Perlara κατά Ελλάδας έγινε δεκτό ότι η μη εξέταση ή η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων συνιστά παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και αποτελεί νομικό ζήτημα που συνδέεται με διαδικαστική παράβαση.
Αναλυτικά το ΕΔΔΑ στην παραπάνω αναφερόμενη υπόθεση, έκρινε ότι ο Άρειος Πάγος δεν εξασφάλισε στον προσφεύγοντα το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και του στέρησε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς δε δέχθηκε ως λόγο αναίρεσης τον ισχυρισμό του προσφεύγοντα για εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ως αιτιολόγηση για την απόρριψη προβλήθηκε από τον Άρειο Πάγο το γεγονός ότι η παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ μόνο σε συνδυασμό με κάποιο από τους περιοριστικά προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης του άρθρου 510 ή του 171 του ΚΠοινΔ θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο αναίρεσης. Με την παραπάνω απόφασή του το ΕΔΔΑ: α)αφενός υπενθυμίζει ότι εφόσον έχει ως έργο του τη διασφάλιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ΕΣΔΑ για τα κράτη – μέλη έχει τη δικαιοδοσία να αποφανθεί για νομικά και πραγματικά σφάλματα στα οποία υπέπεσαν τα εθνικά δικαστήρια εφόσον αυτά συνιστούν παραβίαση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυάται η ΕΣΔΑ και β) αφετέρου υπενθυμίζει ότι η Σύμβαση υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη εσωτερικού δικαίου . Με αυτό τον σκεπτικό επί της ουσίας έκρινε ως τυπολατρική την προσέγγιση του εθνικού δικαστηρίου καθώς δεν ελήφθησαν υπόψη από αυτό ούτε εφαρμόστηκαν οι εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για την εξασφάλιση στον προσφεύγοντα του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.
Αν και μετά την παραπάνω απόφαση του ΕΔΔΑ αφενός επήλθε νομοθετική μεταρρύθμιση του άρθρου 171 παρ. 1δ’ ΚΠοινΔ και αφετέρου δεν είναι πλέον σαφή τα όρια μεταξύ νομικών και πραγματικών ζητημάτων για την διασφάλιση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (και ίσως δεν είναι αναγκαίος και ο διαχωρισμός αυτών) ο Άρειος Πάγος δεν μετέβαλε τη Νομολογία του.
Γ. ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Στην ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων ή των βουλευμάτω,ν η οποία πρέπει να θεμελιώνεται στην ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων , αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για να μην οδηγηθεί το Δικαστήριο σε άδικες και αυθαίρετες αποφάσεις παρά την ύπαρξη εύλογων αμφιβολιών που θίγουν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης είναι η κοινή λογική, τα διδάγματα της κοινής πείρας και οι ασφαλείς διαγνώσεις της επιστήμης και της τεχνικής τα οποία και εισάγουν περιορισμούς στην αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων.
Το αντικειμενικό κριτήριο της κοινής λογικής οφείλει να δώσει τις απαντήσεις στο σχηματισμό της δικανικής κρίσης σε διάφορες περιπτώσεις που ενδεικτικά αναφέρονται παρακάτω:
- Σε περίπτωση που υπάρχουν καταθέσεις μαρτύρων αντίθετες μεταξύ τους οφείλεται από το Δικαστήριο να ενεργήσει στάθμιση της αποδεικτικής τους αξίας μεταξύ των ενοχοποιητικών και απαλλακτικών ισχυρισμών, διερευνώντας τη φερεγγυότητα και αξιοπιστία των μαρτύρων ( π.χ. την ηθική τους υπόσταση , την προσδοκία οφέλους από την έκβαση της δίκης , συγγένεια , φιλία, έχθρα ή αντιπαλότητα με τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία ) αλλά και τις περιστάσεις (π.χ εισαγωγή σε νοσοκομείο , άσχημη ψυχική κατάσταση, εφιάλτες , αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης σε θύματα βιασμού κτλ)
- Σε περίπτωση που ο δικαστής τείνει να ακολουθεί ανεξέταστα και χωρίς να ελέγχει την ποιότητα ενός αποδεικτικού μέσου (π.χ την ομολογία ενοχής ενός ετοιμοθάνατου καρκινοπαθούς ο οποίος σκοπεύει να διασώσει από την καταδίκη πλούσιο δράστη έναντι οικονομικής αποκατάστασης της φτωχής οικογένειας του) ενώ περιφρονεί αναιτιολόγητα άλλα αποδεικτικά μέσα.
- Στις περιπτώσεις ύπαρξης γνωμοδοτήσεων πραγματογνωμόνων ο δικαστής είναι ελεύθερος να προσδώσει σε αυτές την προσήκουσα αποδεικτική αξία κατόπιν διερεύνησης της φερεγγυότητας και αξιοπιστίας τους και να μην τις ακολουθήσει εφόσον βέβαια αιτιολογήσει την αντίθετη πεποίθηση του. Τέτοια κριτήρια «κοινής λογικής» μπορεί να είναι η ύπαρξη αντιφάσεων ή ασαφειών στη γνωμοδότηση , η ύπαρξη ή μη ουδετερότητας του πραγματογνώμονα, η εξαγωγή συμπερασμάτων στην πραγματογνωμοσύνη βασισμένη σε πραγματικές ή μη διαπιστώσεις κτλ (π.χ. ύπαρξη αντίθετων απόψεων άλλων πραγματογνωμόνων με ανώτερες επιστημονικές γνώσεις, πιο εξελιγμένα διαγνωστικά μηχανήματα κτλ..)
- Σε περιπτώσεις όπου άλλα αποδεικτικά μέσα έρχονται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα μιας γνωμοδότησης . ( π.χ αξιόπιστων και αντικειμενικών μαρτυριών που καταθέτουν ότι ο δράστης έδωσε μόνο δύο χαστούκια και δεν επέφερε τις βαριές σωματικές βλάβες που περιγράφονται στην ιατροδικαστική έκθεση. )
- Σε περιπτώσεις όπου ανακαλείται η αρχική ομολογία του κατηγορουμένου ή καταθέσεις μαρτύρων το παραπάνω κριτήριο απαιτεί την έρευνα για τους λόγους της αλλαγής αυτής με τη βοήθεια και ενισχυτικών αποδείξεων ώστε να αποδειχθεί ποια είναι η αλήθεια. (π.χ αλλαγή κατάθεσης μάρτυρα λόγω ανταλλαγμάτων ή φόβου)
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το κριτήριο της κοινής λογικής ενυπάρχει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου όταν αυτό:
- Αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα και το περιεχόμενο τους στα οποία στηρίζει τη δικανική του κρίση, εφόσον θεμελιώσει αξιολογώντας τα, τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία τους
- Έρχεται σε αντιπαράθεση με εκείνα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπουν μια άλλη εκδοχή που εναντιώνεται στην πεποίθηση του με σκοπό να καταδείξει την αξιοπιστία τους
- Αξιολογεί την ποιότητα και τη βαρύτητα όλων των αποδεικτικών μέσων ως προς την ικανότητα ,καταλληλόλητα , φερεγγυότητα και αξιοπιστία τους για να μπορέσει να θεμελιώσει την πεποίθηση του
Επομένως το αντικειμενικό κριτήριο της κοινής λογικής ενυπάρχει στην επιχειρηματολογία κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων όταν αυτή δεν περιέχει αντιφάσεις δηλαδή δεν καταλήγει σε συγκρουόμενες διαπιστώσεις, ασάφειες δηλαδή όταν δε μπορεί να διαγνωσθεί με σαφήνεια η πραγματική κατάσταση την οποία ο δικαστής θέτει ως βάση της κρίσης του και κενά δηλαδή ο δικαστής να μη λαμβάνει υπόψη του κάποιο διαπιστωμένο γεγονός από το οποίο να μπορεί να εξαχθεί άλλο συμπέρασμα ή καταλήγει σε συμπεράσματα «εξ αποστάσεως» που αποτελούν εικασίες. Έτσι κενά και νομική πλημμέλεια του Δικαστηρίου ουσίας μπορεί να αποτελέσουν η αξιολόγηση ως αληθής κατάθεσης μάρτυρα που δεν ήρθε σε αντιπαράθεση με άλλα αποδεικτικά μέσα ή όταν το Δικαστήριο δεν ήρθε σε αντιπαράθεση με τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του κατηγορουμένου (π.χ ότι ήταν σε κατάσταση άμυνας ) .
Το αντικειμενικό κριτήριο της κοινής λογικής στην ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων υπεισέρχεται και στα παρακάτω θέματα:
- Στην εκτίμηση των δηλώσεων του συγκατηγορουμένου
Σύμφωνα με το άρθρο 211 ΚΠοινΔ «Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορούμενου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.» Απαγορεύεται δηλαδή να αξιοποιηθεί για την καταδίκη ενός προσώπου μόνη της η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία του συγκατηγορούμενου για την ίδια πράξη επειδή υφίσταται κίνδυνος εσφαλμένης διάγνωσης της αλήθειας. Η παραβίαση του παραπάνω άρθρου αν και προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ταυτόχρονα λειτουργεί και ως κανόνας αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων διευκρινιστικά και συμπληρωματικά στην αρχή του άρθρου 177 ΚΠΔ. Η μαρτυρία αυτή συνεχίζει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο που το Δικαστήριο μπορεί να αξιοποιήσει συνδυαστικά με άλλα αποδεικτικά μέσα κατά το σχηματισμό της κρίσεως του και μόνο σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει παραβίαση του αρθ 221 ΚΠΔ. Ο συγκατηγορούμενος δηλαδή εκτιμάται ως μάρτυρας ελαττωμένης αξιοπιστίας και η μαρτυρία του για να οδηγήσει σε καταδίκη του κατηγορουμένου θα πρέπει να συνοδεύεται από επιπλέον ενισχυτικές αποδείξεις (π.χ ο Α καταγγέλλει ότι μαζί με το Β προέβαιναν σε πώληση ναρκωτικών ουσιών. Η μαρτυρία αυτή μόνη της δε μπορεί να αξιοποιηθεί. Αν όμως ο Α καταθέσει την ύπαρξη κοινού τραπεζικού λογαριασμού με το Β με μεγάλο ποσό παρά το ότι και οι δύο ήταν άνεργοι , σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία για την ενοχή τους)
- Στην εκτίμηση της κατάθεσης μάρτυρα που εισφέρετε στην ακροαματική διαδικασία , αν και δεν εξετάστηκε ποτέ από τον κατηγορούμενο , είτε με την εξέταση μάρτυρα εξ ακοής είτε με την ανάγνωση της έκθεσης εξέτασης μάρτυρα.
Σύμφωνα με το άρθ. 6 παρ. 3 δ της ΕΣΔΑ ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να εξετάσει το μάρτυρα κατηγορίας ώστε να καταδείξει την τυχόν αναξιοπιστία του διότι σε διαφορετική περίπτωση αυτή η μαρτυρία δε μπορεί να αξιοποιηθεί.
Το δικαίωμα αυτό περιορίζεται σε περιπτώσεις όπου ο μάρτυρας πέθανε ή για διάφορους άλλους λόγους δε μπορεί να εμφανιστεί. Στις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται να αξιοποιηθεί μαρτυρία του που θα δοθεί με άλλο τρόπο (εξ ακοής μάρτυρα , έκθεση εξέτασης μάρτυρα , οπτικοακουστική εμφάνιση κλπ) εφόσον όμως επιβεβαιωθεί τόσο η αξιοπιστία του όσο και η μαρτυρία του με βάση και άλλες ενισχυτικές αποδείξεις . Παρά την παραπάνω απαγόρευση (σύμφωνα με αναρίθμητες αποφάσεις του ΕΔΔΑ ) εάν υπήρχε σπουδαίος λόγος για τη μη εμφάνιση του μάρτυρα (π.χ. θάνατος) , εάν η κατάθεση του ήταν αποφασιστικής σημασίας για την καταδίκη του κατηγορουμένου και εάν υπήρχαν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες που εξασφαλίζουν τη δικαιοκρατικότητα της δίκης (π.χ video που να επιβεβαιώνει τη μαρτυρία ) τότε η μαρτυρία του μπορεί να ληφθεί υπόψη σε βάρος του κατηγορουμένου .
- Στην εκτίμηση της κατάθεσης του «μάρτυρα εξ ακοής»
Σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠΔ «Ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πως έμαθε όσα καταθέτει . Αν πρόκειται για γεγονότα που άκουσε από άλλους , πρέπει να κατονομάζει ταυτόχρονα εκείνους από τους οποίους τα άκουσε … 2) Αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του , η κατάθεση του απαγορεύεται να ληφθεί υπόψη». Κατά αυτό τον τρόπο εισάγεται μια αποδεικτική απαγόρευση για να διασφαλιστεί το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση το κριτήριο της κοινής λογικής επιβάλλει την αναζήτηση ενισχυτικών αποδείξεων , οι οποίες αν υπάρχουν και με σαφήνεια και πληρότητα συνοδεύουν την εξ ακοής μαρτυρία χωρίς την αποκάλυψη του πληροφοριοδότη μπορεί αυτή να αξιοποιηθεί στην αιτιολογία μιας καταδικαστικής απόφασης διότι έτσι αποφεύγεται και ο κίνδυνος εσφαλμένης διάγνωσης της πραγματικότητας.
Αποφάσεις του ΑΠ έκαναν δεκτό ότι συνεκτίμηση μιας τέτοιας μαρτυρικής κατάθεσης με άλλα αποδεικτικά μέσα δεν αποτελεί παραβίαση του αρθ 224 παρ2 αλλά ούτε και λόγο αναιρέσεως καθώς δεν περιλαμβάνεται τέτοιος λόγος στη ρύθμιση του αρθ 510 ΚΠΔ.
- Στην εκτίμηση των καταθέσεων των Προστατευόμενων μαρτύρων
Σύμφωνα με το αρθ. 218 ΚΠΔ προβλέπονται τα εγκλήματα εκείνα για την απόδειξη των οποίων μπορεί να χρησιμοποιηθούν προστατευόμενοι μάρτυρες για τους οποίους δεν αποκαλύπτεται η πραγματική τους ταυτότητα, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει την αποκάλυψη τους . Στο παραπάνω άρθρο βέβαια τίθεται και η αποδεικτική απαγόρευση αξιοποίησης της κατάθεσης του εν λόγω μάρτυρα αν δεν αποκαλυφθούν τα στοιχεία της ταυτότητας του και συνακόλουθα δεν έχει δοθεί η δυνατότητα στην πλευρά του κατηγορουμένου να τον εξετάσει προς κατάδειξη της αξιοπιστίας του. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις το ΕΔΔΑ σε περιπτώσεις εθνικών Δικαστηρίων που δεν αποδέχτηκαν την παραπάνω αποδεικτική απαγόρευση τους καταλόγισε παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε μια δίκαιη δίκη δηλ. του άρθ. 6 παρ1, 3δ της ΕΣΔΑ . Όμως και σε αυτή την περίπτωση (όπως και στις παραπάνω που αναλύθηκαν), η ύπαρξη επιβεβαιωτικών ή ενισχυτικών της μαρτυρίας αποδείξεων που επιβεβαιώνουν πέρα πάσης αμφιβολίας ως αληθή την κατάθεση του προστατευόμενου άγνωστης πραγματικής ταυτότητας μάρτυρα ή απόρρητο μάρτυρα ή μη εξετασθέν μάρτυρα κατηγορίας , κάνουν δυνατή την αποδεικτική αξιοποίηση αυτής κατά το σχηματισμό του αιτιολογικού της δικανικής κρίσης.
Δ. Η ΣΥΝΑΦΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑ
Η αυτεπάγγελτη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας ή η υποχρέωση διαλεύκανσης της υπόθεσης αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου που πηγάζει τόσο από την έννοια της ουσιαστικής δικαιοσύνης δηλαδή οι ένοχοι να τιμωρούνται με με την προσήκουσα ποινή και οι αθώοι να απεμπλέκονται το συντομότερο) αλλά και από την αξίωση του κατηγορούμενου για μια δίκαιη δίκη (αρθ 6 ΕΣΔΑ) . Το Δικαστήριο επιτελεί τον παραπάνω ρόλο του όταν :
α) ερευνά αυτεπάγγελτα αναζητώντας όλα τα γεγονότα που επηρεάζουν την υπόθεση προκειμένου να διευκρινίσει την πραγματική κατάσταση ακόμη και αν υπάρχουν λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης κλπ
β) δεν εφησυχάζει με την ανεύρεση της τυπικής αλήθειας π.χ ομολογία ενοχής κατηγορουμένου αλλά αναζητά αν αυτή εναρμονίζεται με τα πραγματικά γεγονότα αναζητά δηλαδή την ουσιαστική αλήθεια.
γ) εξετάζει και αξιοποιεί αυτεπαγγέλτως όλα τα διαθέσιμα και πρόσφορα αποδεικτικά μέσα έστω και αν δεν τα πρότειναν οι διάδικοι για τα οποία υπάρχουν κατά τη κρίση του ισχυρές ενδείξεις ότι μπορεί να δώσουν άλλη τροπή στην υπόθεση και στη διαπίστωση της αλήθειας ,
δ) εκτιμά την αξία των αποδεικτικών μέσων ελεύθερα κατά τρόπο όμως αντικειμενικό που το υποχρεώνει σε αιτιολόγηση της απόφασης του
Με το άρθρο 239 ΚΠΔ αλλά και με το 178 παρ 2 του νέου Ποινικού Κώδικα εισάγεται η υποχρέωση των δικαστικών λειτουργών να αναζητούν αυτεπαγγέλτως και να ερευνούν εξαντλητικά όλα τα αποδεικτικά μέσα για την ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας . Εξάλλου και από τις διατάξεις του Συντάγματος (αρθ. 25 απρ. 1 εδ α’ και οι διατάξεις για τα ατομικά δικαιώματα ) που επιδιώκουν να διασφαλίσουν την αρχή του κράτους δικαίου συστατικό στοιχείο της οποίας αποτελεί η ουσιαστική δικαιοσύνη, θα μπορούσε κάποιος να θεμελιώσει την υποχρέωση των Δικαστηρίων για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας σε κάθε περίπτωση.
Η υποχρέωση αυτή του Δικαστηρίου θεμελιώνεται και στην αναφορά στη νομολογία του ΕΔΔΑ για τις θετικές υποχρεώσεις των Δικαστηρίων και την αυτεπάγγελτη εξαντλητική αναζήτηση και έρευνα όλων των αποδεικτικών μέσων για την διαλεύκανση μιας υπόθεσης, καθώς αυτό εκπληρώνει το βασικό του ρόλο που είναι η προστασία των δικαιωμάτων της ζωής της προσωπικής ελευθερίας και της ασφάλειας του ανθρώπου.
Η προστασία των παραπάνω δικαιωμάτων αφορά τόσο το θύμα όσο και τον κατηγορούμενο. Συνεπώς οι θετικές υποχρεώσεις και των εθνικών Δικαστηρίων είναι να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο και αυτεπαγγέλτως την προστατευόμενη από το άρθ 5 της ΕΣΔΑ προσωπική ελευθερία του κατηγορούμενου αλλά και το δικαίωμα του για Δίκαιη Δίκη ( αρθ 6 ΕΣΔΑ ) δηλ. την καταδίκη του ενόχου με την προσήκουσα ποινή. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης για δικονομική μέριμνα ή δικαστική βοήθεια (σε κατηγορουμένους που στερούνται υπεράσπισης ή ικανής υπεράσπισης) από τους δικαστικούς λειτουργούς σημαίνει αρνητική υπέρβαση εξουσίας ή απόλυτη ακυρότητα και άρα λόγο αναίρεσης εφόσον αυτή η διαδικαστική παράβαση επηρέασε δυσμενώς το περιεχόμενο της απόφασης ή του Βουλεύματος και έβλαψε τα συμφέροντα του κατηγορουμένου ( αρθ. 6 ΕΣΔΑ, 171 παρ. 1δ , 484 παρ. 1α και 510 παρ. 1α ΚΠΔ).
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η άψογη αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων ως συστατικό στοιχείο της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης έπεται της εκπλήρωσης από το Δικαστήριο της υποχρέωσης του για αυτεπάγγελτη διαλεύκανση της υπόθεσης το οποίο με τη σειρά του εκπληρώνει κατά αυτό τον τρόπο το βασικό ρόλο που έχει που είναι η διασφάλιση του κράτους δικαίου και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων .
Ε. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΔΔΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στη νομολογία του ΕΔΔΑ συναντάμε πολυάριθμες αποφάσεις από τις οποίες προκύπτουν οι παραπάνω σκέψεις. Ενδεικτικά:
- Απόφαση ΕΔΔΑ 27/4/2017 Asatryan v. Armenia αριθμ. προσφ . 3571/09
Στην υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι προϋπόθεση της απαίτησης για μια δικαιοκρατική ή δίκαιη δίκη είναι να παρέχεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να εξετάσει τους μάρτυρες σε οποιοδήποτε χρόνο της διαδικασίας για να μπορέσει έτσι ο κατηγορούμενος να οργανώσει την υπεράσπιση του και να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Έτσι στη συγκεκριμένη υπόθεση το ΕΔΔΑ εισέρχεται στην έρευνα των πραγματικών γεγονότων και κρίνει ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγματικών γεγονότων και των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων επειδή αφενός δεν άκουσε αυτοπροσώπως τους μάρτυρες στων οποίων τις προδικαστικές καταθέσεις στηρίχθηκε για τη καταδικαστική του απόφαση αφετέρου δεν δόθηκε στην κατηγορουμένη η δυνατότητα να αντιμετωπίσει τους μάρτυρες παρουσία του δικαστή πράγμα που έβλαψε ουσιωδώς τα δικαιώματα υπεράσπισής της καθώς θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί στο Δικαστήριο αμφιβολίες για την ενοχή της
- Απόφαση ΕΔΔΑ 27/6/2017 Valdhuter v.Roumanie αριθμ. προσφ . 70792/10
Στην υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι σε περίπτωση απολιπόμενων μαρτύρων οι οποίοι δεν εξετάστηκαν από τον κατηγορούμενο και των οποίων οι καταθέσεις έχουν αποφασιστική σημασία για την καταδικαστική απόφαση, θα πρέπει να υπάρχουν ισχυροί αντισταθμιστικοί παράγοντες και ισχυρές διαδικαστικές εγγυήσεις που να αντισταθμίζουν τα προκαλούμενα στην υπεράσπιση προβλήματα, ως αποτέλεσμα της αποδοχής ανεξέταστων και ανέλεγκτων αποδεικτικών στοιχείων, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μια δίκαιη δίκη για τον κατηγορούμενο. Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε από το ΕΔΔΑ ότι τα Δικαστήρια της Ρουμανίας δεν έλαβαν τα μέτρα για να εξισορροπήσουν την αδυναμία του προσφεύγοντα να αντεξετάσει ευθέως τον μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε έτσι ώστε να μπορεί να γίνει εκτίμηση της καταλληλόλητας και φερεγγυότητας αποδεικτικών στοιχείων που δεν επαληθεύτηκαν, και κατά αυτό τον τρόπο να παραβιαστεί το αρθ. 6 παρ. 1, 3δ’ της ΕΣΔΑ.
- Απόφαση ΕΔΔΑ 3/7/2014 Νικολίτσας v. Ελλάδας αριθμ. προσφ . 63117/09
Στην υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι λανθασμένα ο Άρειος Πάγος δεν έκανε δεκτή την αναίρεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά της καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου, προβάλλοντας ως λόγο αναίρεσης ότι το Εφετείο θεμελίωσε την καταδικαστική του αυτή απόφαση στην ανάγνωση ληφθέντων σε άλλη χώρα καταθέσεων μαρτύρων, που ήταν και συγκατηγορούμενοί του, χωρίς την εμφάνιση και εξέταση μαρτύρων και χωρίς ο ίδιος να έχει τη δυνατότητα να τους εξετάσει. Το ΕΔΔΑ , αντίθετα από τον Άρειο Πάγο, επισήμανε παντελή έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση του Εφετείου σχετικά με την εκτίμηση της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας των δύο συγκατηγορουμένων μαρτύρων οι οποίοι ενδεχομένως να κατέθεσαν και υπό την πίεση βασανιστηρίων, και διαπίστωσε και για τους λόγους που αναφέρονται και στις προηγούμενες υποθέσεις παραβίαση του αρθ. 6 παρ. 1, 3δ’ της ΕΣΔΑ.
- Απόφαση ΕΔΔΑ 29/6/2017 Lorefice v. Italie αριθμ. προσφ . 363446/13
Στην υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ έκρινε ότι όταν ένα Δικαστήριο κρίνει κατ’ έφεση πραγματικά και νομικά ζητήματα για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου οφείλει να προχωρήσει σε άμεση εκτίμηση και επανεκτίμηση των μέσων απόδειξης , όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση να καλέσει και να εξετάσει εκ του σύνεγγυς την αξιοπιστία και φερεγγυότητα των μαρτύρων των οποίων τις καταθέσεις επικαλείται, και να μην περιοριστεί στην ανάγνωση μόνο των σχετικών εγγράφων και των πρακτικών από τη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι στην τελευταία περίπτωση θίγεται ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας της διαδικασίας και θεμελιώνεται παράβαση του αρθ. 6 παρ. 1, 3δ’ της ΕΣΔΑ.
- Απόφαση ΕΔΔΑ 9/5/2017 Poropat v. Slovenia αριθμ. προσφ . 21668/12
Στην υπόθεση αυτή το ΕΔΔΑ κρίνει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να προτείνει μάρτυρες οι οποίοι δεν έχουν να καταθέσουν κάτι σχετικό με την υπόθεση αλλά απλώς έχουν να καταθέσουν γεγονότα που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας. Επιπρόσθετα ελέγχει τους λόγους για τους οποίους, κάνοντας χρήση της διακριτικής τους ευχέρειας , τα εθνικά δικαστήρια δέχθηκαν ή απέρριψαν αίτηση εξέτασης αποδείξεων θεωρώντας ότι μπορούν ή δεν μπορούν αυτές να συνεισφέρουν στην αποκάλυψη της αλήθειας. Επίσης στην παραπάνω υπόθεση υπενθυμίζει το ΕΔΔΑ ότι ελέγχει τα πραγματικά γεγονότα , υπεισέρχεται στον έλεγχο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και τονίζει ότι και τα Εθνικά δικαστήρια πρέπει να πράττουν κατά τον ίδιο τρόπο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο περιορίζεται από την υποχρέωση του για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της απόφασης ή του Βουλεύματος . Η αιτιολόγηση αυτή προϋποθέτει και την ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων και ως τέτοια νοείται εκείνη που ακολουθεί τους κανόνες της λογικής , τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις ασφαλείς διαγνώσεις της επιστήμης και της τεχνικής.
Η μη λήψη υπόψη των αντικειμενικών κριτηρίων για την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων συνιστά εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και λόγο αναίρεσης . Εξάλλου η ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων συνιστά προϋπόθεση για την εκπλήρωση της θεμελιώδους υποχρέωσης του Δικαστηρίου για διαλεύκανση της υπόθεσης με την αυτεπάγγελτη εξέταση όλων των ουσιωδών και διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων. Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστικές αποφάσεις παρά την ύπαρξη εύλογων αμφιβολιών η οποία απαγορεύεται από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και την περιλαμβανόμενη σε αυτό αρχή «in dubio pro reo» (αρθ 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ ) που με τη σειρά του αποτελεί ειδικότερη έκφραση της αξίωσης του κατηγορουμένου για μια δίκαιη δίκη (αρθ. 6 παρ. 1, 3δ’ της ΕΣΔΑ). Συνεπώς με βάση τις προηγούμενες σκέψεις η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και η καταδίκη του κατηγορουμένου παρά την ύπαρξη αμφιβολιών θα σημαίνει παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου , απόλυτη ακυρότητα και λόγιο αναίρεσης.
Το ΕΔΔΑ έχει πρωταρχικό καθήκον την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και από αυτό απορρέει η υποχρέωση του να ελέγχει πραγματικά ή νομικά σφάλματα μιας δικαστικής απόφασης . Επομένως το ΕΔΔΑ προβαίνει σε αυτό τον έλεγχο με βάση την αξίωση του κατηγορουμένου για αιτιολόγηση της καταδικαστικής απόφασης και αυτό συνιστά έκφανση του δικαιώματος του για μια δίκαιη δίκη και ταυτόχρονα θετική υποχρέωση του ποινικού Δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη διαλεύκανση της υπόθεσης .
Όπως είδαμε και παραπάνω μετά τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που συσχέτιζαν την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων με την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη του αρθ. 6 παρ. 1, 3δ’ της ΕΣΔΑ , το αρθ. 171 παρ 1δ’ ΚΠΔ υπέστη νομοθετική μεταρρύθμιση (προσθήκη του παραπάνω ως λόγο αναίρεσης) όμως η νομολογία του Άρειου Πάγου δεν έχει ουσιωδώς μεταβληθεί.
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
Παρά την παραπάνω νομοθετική μεταρρύθμιση η πάγια νομολογία του Άρειου Πάγου κατά την οποία «Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμησης των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμησης εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγησης των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψης αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου κεχωρισμένως και η παράλειψης της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίσις του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005) ΑΠ 130/2017» συνεχίζει να υφίσταται . Βέβαια υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις αποφάσεων στις οποίες σιωπηρά γίνονται δεκτές κάποιες εξαιρέσεις όπως στις ΑΠ 570/2015, ΑΠ 709/2016, ΑΠ 756/2016, ΑΠ 129/2016 , ΑΠ 394/2015, ΑΠ 583/2015, ΑΠ 1056/2009, ΑΠ 361/2016.
Γενικά στις παραπάνω αποφάσεις γίνονται δεκτοί ως λόγοι αναίρεσης:
- Ότι λήφθηκαν υπόψη μόνο ορισμένα αποδεικτικά μέσα και όχι άλλα
- Ότι δεν συναξιολογήθηκαν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα με αποτέλεσμα τη μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία με την επιβαλλόμενη σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις
- Η παράλειψη αναφοράς / εκτίμησης κατάθεσης αυτόπτη μάρτυρα
- Η παράλειψη στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των λοιπών αποδεικτικών μέσων και η αξιολόγηση και εκτίμηση μόνο ορισμένων κατ’ επιλογή χωρίς την ΄ύπαρξη αιτιολογίας γιατί πείστηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο ή διαφορετικό.
- Μη μνημόνευση από το Δικαστήριο αποδεικτικού μέσου πάνω στο οποίο θεμελίωσε την κρίση του.
- Μη απάντηση από το Δικαστήριο , ισχυρισμού του κατηγορουμένου που προβάλλεται από αυτόν με σαφήνεια και πληρότητα και μη εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που αυτός προσκομίζει προς απόδειξη του ισχυρισμού του.
Οι παραπάνω αποφάσεις ακολουθούν το πνεύμα των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, όπως αναλυτικά αναπτύχθηκε παραπάνω, κάνοντας δεκτούς λόγους αναίρεσης που σχετίζονται με το πραγματικό ζήτημα του ελέγχου της ορθότητας της εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων ως ουσιώδη στοιχείο αφενός του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη (αρθ. 6 παρ. 1, 3δ’ της ΕΣΔΑ η παραβίαση του οποίου συνιστά λόγο αναίρεσης) αλλά και της θετικής υποχρέωσης του Δικαστηρίου για διαλεύκανση της υπόθεσης.