Ανάλυση άρθρων 152 έως 156 Α.Κ.

Ανάλυση άρθρων 152 έως 156 Α.Κ. και σχετικη νομολογία

 

 

 

Η απάτη και η απειλή στις δικαιοπραξίες και η ακύρωση αυτών για τους λόγους αυτούς

 

Η συνέπεια παράνομου ή αντίθετου προς τα χρηστά ήθη απειλής  καταρτισθείσα δικαιοπραξία είναι υπό τους όρους των άρθρων 150 επ. ΑΚ ακυρώσιμος. Η απειλή θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να προκαλεί φόβο στον  μέσο άνθρωπο και να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελυεθερία, την τιμή την περιουσία του απειληθέντος ή των με αυτόν συνδεόμενων στενά προσώπων (άρθ. 151 ΑΚ). Με τη διάταξη αυτή τίθεται κάποιο όριο στον φόβο που προκαλείται με την απειλή, ο οποίος φόβος για να είναι υπολογίσιμος, πρέπει να είναι δικαιολογημένος, δηλαδή να είναι ικανός να υποκύψει σ’ αυτόν οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος, η κρίση  δε αυτή πρέπει να συνάγεται με βάση τους κανόνες που απορρέουν από την  κοινή πείρα και γνώση. Για να ακυρωθεί μία δικαιοπραξία λόγω πλάνης απάτης ή απειλής απαιτείται δικαστική απόφαση η οποία και θα απαγγέλει την ακυρότητα.

Έτσι με την ΑΚ 152, η οποία είναι ταυτόσημη με την ΑΚ 149 (για την απάτη), παρέχεται στον απειληθέντα διαζευκτικά το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και συγχρόνως αποζημίωση κατά τις διατάξεις για δικοπραξία ή να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας. Όταν αυτός που απειλήθηκε  ζητήσει με αγωγή την ακύρωση της δικαιοπραξίας και επιτύχει την ακύρωση τότε η ακυρώσιμη δικαιοπραξία εξομοιώνεται με την εξ’ αρχής άκυρη, με αποτέλεσμα να ανατρέπονται και όλα όσα έγιναν και προϋπόθεταν αυτή απέναντι και αυτών ακόμη των τρίτων, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα που απέκτησε τρίτος από τη σύμβαση που ακυρώθηκε (ΑΚ 184). Η ακύρωση δηλαδή αυτή, επέρχεται με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής ή και ενστάσεως εκείνου που έχει το σχετικό δικαίωμα για την ακύρωση, με την οποία επέρχεται αναδρομικώς ανατροπή των έννομων αποτελεσμάτων που παρήχθη εν τω μεταξύ. Έτσι, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωση εξομοιώνεται με την άκυρη ευθύς εξ’ αρχής δικαιοπραξία. Δέχθηκε δε επακριβώς η υπ’αριθμ. 1258/1991 απόφαση του Αρείου Πάγου για το θέμα αυτό: «Κατά το άρθρο  152, συνδιαζόμενο με το 150, του Α.Κ. , εκείνος που  έχει εξαναγκασθεί, με απειλή, παρανόμως ή κατά  τρόπο αντίθετο προς τα     χρηστά ήθη, σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα να ζητήσει, εκτός από την ακύρωση της δικαιοπραξίας, και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημιάς του     σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δικαιούται δε επίσης,     αποδεχόμενος τη δικαιοπραξία, να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της  ζημιάς».  Η υπ’ αριθμ.  211/2001 απόφαση του Εφετείου Πειραιά,  δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος δέχθηκε: « Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150 και 152 ΑΚ, όποιος εξαναγκάστηκε σε δήλωση βουλήσεως με απειλή που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της σχετικής δικαιοπραξίας και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες ή να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας. Απειλή εναντίον των χρηστών ηθών υπάρχει όταν η απειλούμενη πράξη επιτρέπεται μεν από το     νόμο, ελλείπει όμως κάθε σύνδεσμος ή συνάφεια μεταξύ του κακού, το  οποίο απειλείται, και της δηλώσεως βουλήσεως, η οποία επιζητείται με την απειλή, οπότε στην περίπτωση αυτή ο απειλών χρησιμοποιεί την  επιτρεπτή μεν από το νόμο απειλή, για να εξαναγκάσει όμως σε δήλωση βουλήσεως, η οποία δεν έχει καμμία σχέση με την απειλή. Εξάλλου, σύμφωνα με  το άρθρο 152 ΑΚ, η απειλή πρέπει στις συγκεκριμένες συνθήκες να προκαλεί φόβο σε γνωστικό άνθρωπο και να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο, μεταξύ άλλων, και την περιουσία αυτού που απειλήθηκε, η κρίση  δε αυτή πρέπει να συνάγεται με βάση τους κανόνες που απορρέουν από την κοινή πείρα και γνώση (ΑΠ 214/1972 ΝοΒ 20, 901).

Η εν λόγω απόφαση έκρινε άκυρη σχετική συμφωνία σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος στην αγωγή που έκρινε το εφετείο, αξίωσε ποσό από τον ενάγοντα να του καταβάλει ατομικώς εκμεταλλευόμενος την ανάγκη και επιθυμία του ενάγοντος να  συνάψει σύμβαση δικαιόχρησης (Franchising)  ώστε να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα, με την απειλή ότι σε αντίθετη περίπτωση δεν επρόκειτο να υπογράψει τη σύμβαση με αποτέλεσμα αυτός να αναγκασθεί  να υποκύψει στην αντίθετη με τα χρηστά ήθη απειλή του εναγομένου και να συμφωνήσει την προς αυτόν καταβολή ποσού. Έτσι,  όμως ο ενάγων, όπως δέχθηκε το εφετείο, χωρίς να υπάρχει καμμία νόμιμη οφειλή  προς τον εναγόμενο, εξέδωσε σε διαταγή του τελευταίου μεταχρονολογημένες επιταγές μετά από αντίθετη με τα χρηστά ήθη απειλή αυτού, οι οποίες και εισπράχθηκαν όταν εμφανίστηκαν για πληρωμή νόμιμα ζήτησε και του επιδικάσθηκε ισόποση με τις επιταγές αυτές αποζημίωση αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξαναγκάστηκε στην προς τον εναγόμενο καταβολή του ποσού  μετά από αντίθετη με τα χρηστά ήθη απειλή αυτού.

Περαιτέρω κατά την διάταξη 153 ΑΚ σύμφωνα με την οποία: «Όποιος εξαναγκάστηκε με απειλή που  ασκήθηκε  από  τρίτονα  απευθύνει  δήλωση  βούλησης  σε  άλλον, αν ακυρωθεί για το λόγο αυτό η  δήλωση, μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί να  αποζημιώσει  τον  άλλο, αν αυτός ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την απειλή». Με την διάταξη αυτή κατ’ απόκλιση από τη ρύθμιση που ισχύει για την απάτη (147 εδ. β’ ΑΚ), προς προστασία του καλόπιστου συμβαλλομένου ή εκείνου προς τον οποίο απευθύνθηκε μονομερής δήλωση του απειληθέντος, ορίζεται ότι σε περίπτωση ακύρωσης δικαιοπραξίας που ήταν αποτέλεσμα απειλής τρίτου, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει υπέρ αυτού σε βάρος του απειληθέντος, την ζημία που προκλήθηκε από την ακύρωση ζημία του. Ο δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής συνίσταται στο ότι θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της επιείκειας ο δέκτης της δήλωσης να φέρει σε όλη την έκταση την ζημία από την ακύρωση, ιδιαίτερα μαλιστα όταν αυτός αγνοούσε ανυπαίτια την απειλή.

Όπως ήδη προανέφερα  για να ακυρωθεί μία δικαιοπραξία λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής απαιτείται δικαστική απόφαση (ΑΚ 154). Μάλιστα, μέχρις ότου να εκδοθεί και γίνει τελεσίδικη  η απόφαση αυτή, η δικαιοπραξία, αν και ακυρώσιμη, είναι έγκυρη. Παράγει  όλες τις έννομες συνέπειες της. Δέχθηκε για το θέμα αυτό η υπ’ αριθμ. 367/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιά δημοσιευμένη στη Νόμος τα παρακάτω: « Από τις διατάξεις των άρθρων 154  και 155 ΑΚ, που ορίζουν αντίστοιχα ότι «η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφασηΤην ακύρωση έχουν δικαίωμα να ζητήσουν μόνο αυτός που πλανήθηκε ή απατήθηκε ή απειλήθηκε και οι κληρονόμοι του» και ότι «η αγωγή  για ακύρωση απευθύνεται κατά του άλλου συμβαλλομένου· αν πρόκειται  για μονομερή  δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου που αντλεί άμεσα από αυτήν έννομο συμφέρον», συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η ακύρωση επέρχεται  με τελεσίδικη  δικαστική απόφαση, η οποία ισχύει αναδρομικά και αναπτύσσει συνέπειες erga omnes. Μέχρι τότε η ακυρώσιμη δικαιοπραξία αναπτύσσει πλήρη νομική ενέργεια  και μόνο μετά την απαγγελλόμενη με, όπως προαναφέρθηκε, τελεσίδικη  δικαστική απόφαση εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη λογιζόμενη ως μη γενόμενη. Μάλιστα ακόμη και στην περίπτωση που η ακύρωση ακυρώσιμης δικαιοπραξίας ασκείται με ένσταση, απλή επίκληση  της ακυρωσίας της δικαιοπραξίας χωρίς ταυτόχρονη άσκηση του δικαιώματος ακύρωσης, δεν αρκεί και έτσι δεν  μπορεί καν να εξεταστεί παρεμπιπτόντως ως απλή ακυρωσία (δυνατότητα ακύρωσης) εφόσον η ακύρωση, κατά τα ανωτέρω, απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση. Συνεπώς, επί ακυρώσιμης  δικαιοπραξίας, για να δικαιούνται ο πλανηθείς ή απειληθείς ή οι κληρονόμοι τους, όταν ενάγοντα από τον δανειστή να εκπληρώσουν αξιώσεις που απορρέουν από τη δικαιοπραξία αυτή, να ζητήσουν την αναγνώριση της ακυρότητα  αυτής (δικαιοπραξίας) πρέπει να επικαλούνται με  τη σχετική ένστασή τους ότι αυτή (δικαιοπραξία) έχει κηρυχθεί άκυρη  με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή να ζητούν  με την ίδια την ένσταση την ακύρωση  αυτής».

Οι συνέπειες της ακύρωσης αίρονται αναδρομικά, αν εκείνος που νομιμοποιείται (ΑΚ 154 εδ. β’) ζητήσει εμπρόθεσμα και πετύχει την ακύρωση. Το άρθρο 154 ΑΚ ορίζει ότι η ακύρωση επέρχεται με δικαστική απόφαση.  Άρα δεν επιτρέπεται εξώδικη ακύρωση της διακιοπραξίας. Έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι  η ακύρωση επιδιώκεται τόσο με αγωγή όσο και με ανταγωγή αλλά και με ένσταση.  Η υπ’ αριθμ. 1096/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου δέχθηκε ότι και ο λόγος της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί ένσταση με αίτημα την ακύρωσης της δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης. Δέχθηκε τα παρακάτω: «Εξ’ άλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 154, 180 και 184 Α.Κ. η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω ουσιώδους πλάνης επέρχεται δια δικαστικής αποφάσεως και δικαιούται να τη ζητήσει, με αγωγή ή ένσταση, εκείνος που πλανήθηκε (ή ο κληρονόμος του), η ακυρώσιμη δε δικαιοπραξία, όταν ακυρωθεί, εξομοιώνεται προς άκυρη, εξ αρχής, και θεωρείται ως μη γενόμενη (με επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν δικαιώματα τα οποία τρίτος απέκτησε από σύμβαση που ακυρώθηκε). Στη περίπτωση που λόγος ανακοπής εναντίον διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή αυτή οφειλόμενο από δικαιοπραξία, πλήσσει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν πλάνης εις βάρος του ανακόπτοντος, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί κυρώσεως της δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που αποτελεί τη βάση της ενστάσεως. Αφού, σε τέτοια περίπτωση, ζητείται πραγματικά και η ακύρωση της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140,141 και 154 εδ. β΄του Α.Κ., κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού δικαιώματος για πρόκληση της δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης βουλήσεως (ΑΠ 77/1991).  Με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου επικυρώθηκε η απόφαση  του εφετείου με την οποία, κρίθηκε βάσιμος ο σχετικός λόγος ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής ότι, η δήλωση του ανακόπτοντα κατά τη υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού είναι προϊόν πλάνης και ως εκ τούτου ακυρωτέα, καθόσον νόμιζε εσφαλμένα ότι αυτό είχε ως περιεχόμενο την ανάληψη εκ μέρους της υποχρεώσεως να παραχωρήσει το δικαίωμα εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτων της προς εξασφάλιση της, ως άνω, απαιτήσεως της εφεσίβλητης κατά του συζύγου της, η πλάνη της δε αυτή μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως είναι ουσιώδης, αφού αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, ότι δηλαδή απηύθυνε δήλωση προς σύναψη εγγυήσεως, δεν θα την επιχειρούσε.

Με την διάταξη της ΑΚ 155 ορίζονται τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικώς στη δίκη ακύρωσης της δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε από πλάνη, απάτη και απειλή. Εναγόμενος στην ακυρώσιμη σύμβαση είναι  μόνον ο άλλος αντισυμβαλλόμενος και αν αυτή καταρτίστηκε γι’ αυτόν με αντιπρόσωπο  στο όνομά του ή από τη σύμβαση τρίτος απέκτησε οποιοδήποτε δικαίωμα. Δικαίωμα δε για ακύρωση της δικαιοπραξίας σύμφωνα με την ΑΚ 154 έχουν μόνον αυτός που πλανήθηκε ή απατήθηκε ή απειλήθηκε και οι κληρονόμοι του.

Αν αυτοί που δικαιούνται να ζητήσουν την ακύρωση της δικαιοπραξίας είναι περισσότεροι και η αγωγή ασκηθεί μόνον από μερικούς, τότε η ακύρωση επέρχεται μόνον ως προς αυτούς που άσκησαν την αγωγή. Εναγόμενος δε σε ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι ο αντισυμβαλλόμενος, έστω και αν από την σύμβαση αυτή, τρίτο απέκτησε δικαίωμα, ενώ εναγόμενοι είναι και οι καθολικοί διάδοχοι του αντισυμβαλλόμενου.

Η υπ’ αριθμ. 383/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης δέχθηκε τα παρακάτω: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 εδ. α, β, 149, 298, 361, 914-938 του ΑΚ προκύπτει ότι, όποιος παρασύρθηκε με απάτη εκ μέρους άλλου σε σύναψη σύμβασης με αυτόν, έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την ακύρωση της σύμβασης, ενώ παράλληλα με την ακύρωση της σύμβασης ο απατηθείς έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον άλλο την ανόρθωση κάθε ζημίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τις αδικοπραξίες, πράγμα που κατ` αρχήν συμβαίνει, αφού η απάτη συνιστά παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά. Ειδικότερα ο απατηθείς δικαιούται να αποζημιωθεί για το αρνητικό διαφέρον δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση κάθε ζημίας, που θα αποφεύγονταν αν δεν είχε εσφαλμένα πιστέψει ότι συνάπτει έγκυρη σύμβαση, όπως είναι οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη σύναψη της σύμβασης ή το διαφυγόν κέρδος που θα πετύχαινε από άλλη σύμβαση που θα συνάπτε αν δεν κατάρτιζε την επίμαχη σύμβαση, καθώς και κάθε άλλη θετική ή αποθετική ζημία, που προέκυψε από την κατάρτιση της σύμβασης. Κατά δε την διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου 147 του ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε από πρόθεση συμπεριφορά, που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να προκαλέσει την απόφαση του άλλου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η παραπλάνηση είναι δόλια όταν ο παραπλανών είχε την πρόθεση να παραπλανήσει τον άλλο, γνωρίζοντας ο ίδιος το ψευδές των γεγονότων, που παρουσίασε ως αληθινά. Για την επιδιωκόμενη ακύρωση προσαπαιτείται δόλος του εξαπατήσαντος να παρασύρει σε δήλωση βουλήσεως τον άλλο και χωρίς τη δόλια αυτή συμπεριφορά ο απατηθείς δε θα προέβαινε στη δήλωση βουλήσεως που προέβη και δεν έχει σημασία αν η παραχθείσα πλάνη είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, ή αφορά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια του απατηθέντος, αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο της σχετικής δήλωσης αυτού [ΑΠ715/2011 Δημ.ΝΟΜΟΣ]. Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη για παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν και οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση σύμβασης, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των αρθρ. 197 και 198 του ΑΚ, δηλαδή η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα [ΑΠ 715/2011 Δημ. ΝΟΜΟΣ]. Η πεπλανημένη αυτή αντίληψη, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 147 εδ. β` του ΑΚ και 386 παρ. 1 του ΠΚ, είναι δυνατό να αφορά και τρίτο, που κατά καθήκον και αρμοδιότητα εμπλέκεται στην κατάρτιση της απατηλής δικαιοπραξίας, όταν με την παράσταση ψευδών γεγονότων ή την απόκρυψη αληθινών, παρέχει την αναγκαία κατά νόμο σύμπραξή του για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας».

Με την απόφαση αυτή κηρύχθηκε δικαιοπραξία ως άκυρη  λόγω απάτης, και μάλιστα κρίθηκε ότι επί δηλώσεως από αντιπρόσωπο στο όνομα αντιπροσωπευομένου, τα ελαττώματα της βούλησης ή η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών όπως και η επίδραση αυτών στη δικαιοπραξία κρίθηκαν από το πρόσωπο του αντιπροσώπου.

Περαιτέρω κατά την διάταξη της ΑΚ 156: «Η παραίτηση του δικαιούχου επιφέρει απόσβεση  του  δικαιώματος  για  ακύρωσηΗ  παραίτησηρητή  ή  σιωπηρήδεν  είναι ανάγκη να  απευθυνθεί σε άλλον». Η παραίτηση αυτή δεν υποβάλεται σε ορισμένο τύπο και μπορεί να συνάγεται και σιωπηρά από διάφορες πράξεις του δικαιούμενου προς ακύρωση λ.χ. με την αναγνώριση της δικαιοπραξίας ως ισχυρής και έγκυρης. Αυτό δέχθηκε η υπ’ αριθμ. 232/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου δημοσιευμένη στη Νόμος και ειδικότερα: «Επειδή κατά το άρθρο 156 Α.Κ., η παραίτηση του δικαιούχου επιφέρει απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η δήλωση παραίτησης από δικαιώματος (ρητή ή σιωπηρά) μπορεί να συναχθεί και από δηλώσεις ή πράξεις που γίνονται κυρίως για άλλο σκοπό, ενέχουν όμως συμπερασματικώς και άλλη δικαιοπρακτική βούληση, εκείνη της παραίτησης». Με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτό ότι από την είσπραξη από εργαζόμενο της αποζημίωσης που του επιδικάσθηκε λόγω απόλυσης δεν  συνάγεται, λόγω της είσπραξης, παραίτηση από το δικαίωμα του μισθωτού να προσβάλει την απόλυση ως άκυρη.  Επιπλέον σύμφωνα με την θεωρία αλλά και την νομολογία η παραίτηση προϋποθέτει λογικά ότι ο παραιτούμενος γνωρίζει το δικαίωμα από το οποίο παραιτείται, γνωρίζει δηλαδή  το ακυρώσιμο της σχετικής δικαιοπραξίας και ότι του ανήκει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση. Παραίτηση δε νοείται όμως μόνον, αν ο δικαιούχος τελεί εν γνώσει της ακυρωσίας κατά το χρόνο παραίτησης και συνεπώς δεν επιτρέπεται παραίτηση εκ των προτέρων από το δικαίωμα προσβολής για πλάνη, απάτη κ.λ.π. για άγνωστα ελαττώματα.