ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Α. Τι είναι τα ασφαλιστικά μέτρα και πότε διατάσσονται;

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Συντάγματος, όλοι οι πολίτες δικαιούνται έννομη προστασία, η οποία πρέπει να είναι αποτελεσματική. Μέσω της τακτικής διαδικασίας, η ανωτέρω προστασία χρονοτριβεί και έτσι χάνεται στην ουσία η ratio της ανωτέρω διάταξης του Συντάγματος.

Για τον λόγο αυτό, θεσμοθετήθηκε μία ξεχωριστή διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων προκειμένου να απονέμεται πιο γρήγορα η δικαστική προστασία. Η διαδικασία αυτή είναι η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία ρυθμίζεται στα άρθρα 682-738Α ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 682§1 ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος προκειμένου να εξασφαλισθεί ή να διατηρηθεί ένα δικαίωμα ή να ρυθμισθεί μία κατάσταση με ορισμένο τρόπο. Σημειωτέο ότι σύμφωνα με το άρθρο 682§1 εδ. β’ ΚΠολΔ, το δικαίωμα για το οποίο διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να αφορά και σε μέλλουσα απαίτηση.

Λόγω του ότι ο σκοπός των ασφαλιστικών μέτρων είναι να ρυθμισθεί προσωρινά μία κατάσταση, ρητά ορίζεται στον νόμο[1] ότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Η προστασία που παρέχεται με τα ασφαλιστικά μέτρα καλύπτει το χρονικό σημείο από την εμφάνιση του κινδύνου μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της κύριας δίκης, η οποία και αποφαίνεται οριστικά επί του κρινόμενου ζητήματος.

Πλην όμως για να είναι παραδεκτή η αίτηση για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να συντρέχουν ορισμένες διαδικαστικές προϋποθέσεις όπως το να έχει ήδη προσφύγει ο αιτών στο δικαστήριο για παροχή δικαστικής προστασίας αλλά επιπροσθέτως πρέπει να υφίσταται κατεπείγον λόγος και άμεσος κίνδυνος βλάβης ως προς τα συμφέροντά του[2].

 

 

Β. Κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων

Συστηματικά στον ΚΠολΔ, τα άρθρα 682-709 αφορούν το γενικό μέρος της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Από την άλλη, στα άρθρα 704-727 περιλαμβάνονται οι διατάξεις που αφορούν τα «εξασφαλιστικά» ή «συντηρητικά» μέτρα ακριβώς επειδή διασφαλίζουν ή συντηρούν ένα δικαίωμα, ενώ τα άρθρα 728-736 περιλαμβάνουν τα λεγόμενα «ρυθμιστικά» μέτρα επειδή αυτά ρυθμίζουν μια κατάσταση.

Στην πρώτη κατηγορία των ασφαλιστικών μέτρων ανήκουν τα λεγόμενα «εξασφαλιστικά» ή «συντηρητικά». Με την λήψη των ανωτέρω ασφαλιστικών μέτρων εξασφαλίζεται το ουσιαστικό δικαίωμα που απειλείται. Για παράδειγμα, όταν κάποιος παρέχει δάνειο σε κάποιον άλλον, ήτοι τον οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλίσει την απαίτησή του, δικαιούται να ζητήσει τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του οφειλέτη, κατ’ άρθρα 707-724 ΚΠολΔ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το αίτημα της προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι η εξασφάλιση της απαίτησης του δικαιούχου από τον οφειλέτη. Τον ίδιο σκοπό έχουν και οι διατάξεις περί εγγυοδοσίας[3], της εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης[4] αλλά και της δικαστικής μεσεγγυήσεως[5].

Στην δεύτερη κατηγορία των ασφαλιστικών μέτρων ανήκουν τα λεγόμενα «ρυθμιστικά». Τα ασφαλιστικά μέτρα αυτής της κατηγορίας[6] λαμβάνονται όταν πρέπει να ρυθμισθεί προσωρινά μία κατάσταση ώστε να μην δημιουργηθούν αμετάκλητα προβλήματα μέχρι την έκδοση της κύριας/οριστικής αποφάσεως. Μία ειδικότερη μορφή των ρυθμιστικών ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί και η περίπτωση της προσωρινής επιδίκασης απαίτησης[7], η οποία είναι αυτοτελής και πρέπει να διακρίνεται από την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης των άρθρων 731 επ. ΚΠολΔ.

Πρακτικά, οι δύο ως άνω κατηγορίες αλληλοσυμπληρώνονται αφού ως μόνο σκοπό τους έχουν να αντιμετωπίσουν και να ρυθμίσουν μία επείγουσα περίπτωση. Ως εκ τούτου η ανωτέρω διάκριση δεν έχει τόσο ουσιαστικό χαρακτήρα, αφού δεν έχει τόσο σημασία η διάκρισή τους, όσο το να συνδεθούν τα πραγματικά περιστατικά με το ανάλογο και το κατάλληλο ασφαλιστικό μέτρο, προκειμένου να ρυθμισθεί το κατεπείγον ζήτημα.

 

Γ. Διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων

Ασφαλιστικά μέτρα δεν λαμβάνονται ποτέ αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν αιτήσεως του διαδίκου προκειμένου να διασφαλισθεί το ένδικο δικαίωμά του ή να ρυθμισθεί μία συγκεκριμένη κατάσταση.

Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, η αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το ένδικο δικαίωμα καθώς και τον άμεσο και επικείμενο κίνδυνο ή το κατεπείγον του ζητήματος[8]. Επικείμενος κίνδυνος είναι αυτός που απειλεί το επίδικο δικαίωμα και πρέπει να αποτραπεί άμεσα ενώ από την άλλη επείγουσα περίπτωση υπάρχει όταν υφίσταται ανάγκη προσωρινής απόλαυσης του δικαιώματος. Επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη κατεπείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση που αποτελεί την κύρια διαφορά.

Η αίτηση για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, η οποία την υποβάλλει στον δικαστή. Δεν απαιτείται αντίγραφο της αίτησης να επιδοθεί στον καθ’ ού η αίτηση ασφαλιστικών, μόνο σε περίπτωση που ζητηθεί από τον δικαστή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ειδικά όταν υφίσταται διάθεση, αλλοίωση ή μετάθεση εμπράγματου δικαιώματος, όπως συμβαίνει για τα ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής[9]. Μόνο με την υποβολή της αίτησης στην γραμματεία, επέρχονται τα έννομα αποτελέσματα που αυτή διαλαμβάνει.

Έπειτα προσδιορίζεται από τον δικαστή υπηρεσίας η δικάσιμος σε σύντομη ημερομηνία αφού εξάλλου ο λόγος της λήψης των ασφαλιστικών μέτρων είναι η κατεπείγουσα ρύθμιση της κατάστασης. Μετά τον προσδιορισμό της δικασίμου καλείται εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Σημειωτέο ότι υποχρεωτικά πρέπει να κληθεί ο καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να πραγματωθεί η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως[10]. Πλην όμως, σε εαξιρετικά επείγουσες περιπτώσεις ή όταν υφίσταται άμεσος κίνδυνος, το δικαστήριο δύναται να διεξάγει την συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να κλητευθεί ο καθ’ ού[11].

Αναφορικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 6831 ΚΠολΔ, καταρχήν αρμόδια είναι τα μονομελή πρωτοδικεία, αφού σε αυτά υπάρχει μόνο ένας δικαστής και αποφασίζει μόνος του ταχύτατα χωρίς να υφίσταται χρονοτριβή στην διαδικασία. Κατ’ εξαίρεση,  καθ’ ύλην αρμόδια μπορεί να είναι και τα ειρηνοδικεία, όταν όμως η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους[12]. Ενώ αν η κύρια υπόθεση έχει εισαχθεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, και εφόσον αυτή δεν αφορά σε νομή ή κατοχή, καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το αυτό δικαστήριο. Εξάλλου, τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν και κατά τη διάρκεια της δίκης που αφορά την κύρια υπόθεση.

Ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα, εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις, ήτοι σύμφωνα με το άρθρο 22 ΚΠολΔ, αρμόδιο είναι το δικαστήριο κατοικίας του αιτούντος τα ασφαλιστικά μέτρα, με τη επιφύλαξη του νόμου. Από την άλλη, καθιερώνεται και συντρέχουσα κατά τόπο αρμοδιότητα και του δικαστηρίου που βρίσκεται στον τόπο που θα εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτρα[13].

Η συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων είναι προφορική και διεξάγεται χωρίς την παρουσία γραμματέα, εκτός αν ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει να κρατήσει πρακτικά. Σημειωτέο ότι στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής τηρούνται πάντα πρακτικά. Ο διάδικος πρέπει να παρίσταται με δικηγόρο, αλλιώς θεωρείται ότι είναι απών.

Κατ’ αρχήν δεν κατατίθενται έγγραφες προτάσεις, παρά μόνο υπομνήματα ή σημειώματα είτε επί της έδρας είτε σε ταχθείσα από τον δικαστή ολιγοήμερη προθεσμία. Όταν εμφανίζονται αμφότεροι οι διάδικοι, η υπόθεση συζητείται κατ’ αντιμωλία, ενώ αν ελλείπουν η συζήτηση ματαιώνεται.

Σύμφωνα με το άρθρο 691 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στην συλλογή όλων εκείνων των στοιχείων που απαιτούνται για το σχηματισμό της κρίσης του. Από την άλλη, η ύπαρξη του ανακριτικού συστήματος στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων έχει σημασία λόγω του μικρού χρονικού περιθωρίου που έχει ο δικαστής στην διάθεσή του για να αποφασίσει. Στην δίκη των ασφαλιστικών μέτρων εξετάζονται μάρτυρες εκατέρωθεν.

Με βάση το άρθρο 409§1 ΚΠολΔ, καθιερώνεται υποχρεωτικά η ξεχωριστή εξέταση των μαρτύρων, οι οποίοι καταθέτουν προφορικά ενώπιον του δικαστή. Κατ’ εξαίρεση όμως αν κριθεί από το δικαστήριο απαραίτητο, οι μάρτυρες δύναται να  εξεταστούν σε αντιπαράσταση με άλλους μάρτυρες ή και με τους ίδιους τους διαδίκους.

Ακόμα, όπως αναφέρει το άρθρο 690 ΚΠολΔ, σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη των ισχυρισμών του αιτούντος και αρκεί η πιθανολόγηση τους. Αναφορικά με την υποχρέωση προαπόδειξης, οι διάδικοι πρέπει να προσκομίσουν και να επικαλεσθούν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα κατά την διαδικασίας της συζήτησης στο ακροατήριο. Ως προς την πιθανολόγηση, λεκτέο είναι ότι λόγω του κατεπείγοντος της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, αυτή είναι απαραίτητη για να αποφανθεί ο δικαστής επί της αιτήσεως.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λοιπόν, στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη καταθέσεις μαρτύρων, χωρίς περιορισμό στον αριθμό τους, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνες κτλ.

Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα προσήκοντα κατά την κρίση του ασφαλιστικά μέτρα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να συμπράξει με την αίτηση του αιτούντος[14], παράλληλα δεν μπορεί να διατάξει περισσότερα από ένα ασφαλιστικά μέτρα[15].

 

Δ. Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και εκτέλεσή της

Αναμφισβήτητα, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί αποτέλεσμα της δικανικής κρίσης του δικαστή και έτσι σε καμία περίπτωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικαστική πράξη ή διαταγή.

Βασική προϋπόθεση για την απόφαση με την οποία διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα αποτελεί η ύπαρξη του δικαιώματος του αιτούντος που ζητά να εξασφαλισθεί[16]. Ως εκ τούτου, η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να ορίζει ποιο συγκεκριμένο ασφαλιστικό μέτρο πρέπει να ληφθεί και επίσης για σε ποιο δικαίωμα ή σε ποια κατάσταση αυτό αποβλέπει.

Το δικαστήριο πρέπει να επιλέξει το καταλληλότερο για την συγκεκριμένη περίπτωση ασφαλιστικό μέτρο. Αν και σύμφωνα με το άρθρο 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αποφασίζει λαμβάνοντας υπόψη τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι, στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων υπάρχει απόκλιση από την ανωτέρω διάταξη, καθώς το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση του διαδίκου, αλλά μπορεί να διατάξει, κατά την κρίση του, το πλέον κατάλληλο ασφαλιστικό μέτρο για την ένδικη υπόθεση, ακόμα κι αν δεν είναι το ίδιο με το αιτούμενο[17]. Για παράδειγμα, δύναται το δικαστήριο να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο της δικαστικής μεσεγγυήσεως αντί αυτό που έχει αιτηθεί ο διάδικος, ήτοι αυτό της συντηρητικής κατάσχεσης.

Ακόμα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 692§2 ΚΠολΔ, υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει αυτεπάγγελτα περισσότερα ασφαλιστικά μέτρα από αυτό ή αυτά που ζητούνται, αν κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία του ένδικου δικαιώματος. Πλην όμως, αν και το δικαστήριο είναι εξοπλισμένο με διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή και την διαταγή των ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Πρέπει, δηλαδή, το ασφαλιστικό μέτρο που θα ληφθεί να είναι κατάλληλο για τον σκοπό που πρόκειται να επιτευχθεί, πρόσφορο και αναγκαίο, ήτοι ανάμεσα σε άλλα να προτιμάται το ηπιότερο ασφαλιστικό μέτρο και να μην πλήττει υπέρμετρα εκείνον σε βάρος του οποίου λαμβάνεται.

Από την άλλη, το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει αυτά τα ασφαλιστικά μέτρα με τα οποία θα ικανοποιηθεί το δικαίωμα του αιτούντος[18]. Και αυτό διότι λόγω του κατεπείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και της πιθανολόγησης των ισχυρισμών, δεν είναι δυνατή η τήρηση του κανόνα της «πλήρους αποδείξεως» και ως εκ τούτου δεν πρέπει η δικαστική προστασία που προσφέρουν τα ασφαλιστικά μέτρα, η οποία είναι προσωρινή, να υποκαθιστά την οριστική δικαστική προστασία, η οποία επακολουθεί.

Ακόμα, τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάζει το δικαστήριο δεν πρέπει να προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, ιδίως αν το ένδικο δικαίωμα εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία[19]. Η ratio του νόμου είναι ότι η λήψη των ασφαλιστικών μέτρων δεν πρέπει να δημιουργεί ζητήματα στις έννομες σχέσεις τρίτων, εξαιτίας της ταχύτητας της εν λόγω διαδικασίας.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 695 ΚΠολΔ, η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, είναι, δε, προσωρινή και ισχύει μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του αντικειμένου της διαφοράς ή μέχρι τον συμβιβασμό των διαδίκων ή μέχρι να ανακληθεί/μεταρρυθμισθεί. Αποτέλεσμα του προσωρινού χαρακτήρα της δικαστικής προστασίας αποτελεί η υποχρέωση του διαδίκου που αιτήθηκε την λήψη ασφαλιστικών μέτρων να ασκήσει αγωγή για την κύρια υπόθεση μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την έκδοση της αποφάσεως που διέταξε ασφαλιστικά. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, και ο αιτών μέσα στο χρονικό διάστημα αυτό δεν πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής, τότε το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε αίρεται αυτοδίκαια[20].

Τέλος, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων εκτελείται, σύμφωνα με το άρθρο 700§1 ΚΠολΔ, κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. Μάλιστα, όπως ορίζει η διάταξη της §2 του ανωτέρω άρθρου, η εκτέλεση της απόφασης γίνεται χωρίς την έκδοση απογράφου με μόνο το αντίγραφό της ή το απόσπασμά της, χωρίς ακόμα να απαιτείται και κοινοποίησή της. Εξαίρεση των ανωτέρω αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 728 και 731 έως 735, περί προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων και προσωρινή ρύθμισης κατάστασης, περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται να γίνει επίδοση της επιταγής, ενώ  καμία πράξη εκτέλεσης δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν 24 ώρες από την επίδοση της απόφασης με επιταγή[21].

 

Ε. Η προσωρινή διαταγή του 691Α ΚΠολΔ

Όπως περιγράφεται ανωτέρω, η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων παρέχει προσωρινή προστασία από την εμφάνιση του κινδύνου μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης από το δικαστήριο. Πλην όμως, σύμφωνα με το άρθρο 691Α ΚΠολΔ, μπορεί να εκδοθεί από το δικαστήριο, αν κριθεί αναγκαίο, προσωρινή διαταγή η ισχύς της οποίας θα καλύπτει το χρονικό διάστημα από την κατάθεση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων μέχρι την έκδοση της απόφασης που τα διατάσσει. Η προσωρινή διαταγή εκδίδεται συνήθως έπειτα από αίτηση του διαδίκου είτε με ξεχωριστό δικόγραφο είτε με το δικόγραφο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων είτε με σημείωμα είτε προφορικά, όταν κατατίθεται ή όταν δικάζεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

Σε περιπτώσεις που ο κίνδυνος είναι αμεσότατος και εξαιρετικά επείγων που ίσως επέλθει πριν την συζήτηση και μάλιστα την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, το δικαστήριο μπορεί να προσχωρήσει και αυτεπαγγέλτως στην έκδοση προσωρινής διαταγής, προκειμένου να ληφθούν εξασφαλιστικά μέτρα πριν την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Σημειωτέο ότι η εκδοθείσα προσωρινή διαταγή παύει να ισχύει όταν εκδοθεί η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων.

Η συζήτηση της προσωρινής διαταγής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε 2 εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση της αίτησης, ενώ αν ο δικαστής κρίνει αναγκαία την εμφάνιση του καθ’ ού η αίτηση, τον καλεί με οποιονδήποτε τρόπο να παραστεί[22]. Σημαντική είναι η διάταξη της §3 του άρθρου 691Α ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, αν γίνει δεκτό το αίτημα περί έκδοσης προσωρινής διαταγής, πρέπει η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων να διεξαχθεί εντός τριάντα ημερών. Από την άλλη, δεν επιτρέπεται αναβολή της συζήτησης, σε διαφορετική, δε, περίπτωση, παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση. Σημειωτέο ότι η προσωρινή διαταγή μπορεί ανακληθεί μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 696 ΚΠολΔ.

 

ΣΤ. Προσβολή απόφασης ασφαλιστικών μέτρων

Καταρχήν δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 699 ΚΠολΔ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Εξαίρεση αποτελεί η διάταξη του άρθρου 734§3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία όταν λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής, σε αυτές τις αποφάσεις επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την επίδοσή τους.

Ωστόσο, ένα μέσο για να προσβληθεί μία απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είναι αυτό της αιτήσεως ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως, η οποία ουσιαστικά αποτελεί απόκλιση στην καταρχήν απαγόρευση ασκήσεως ενδίκων μέσων. Βέβαια, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να ανακληθεί μία απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είναι περιορισμένες.

Σύμφωνα με το άρθρο 696 ΚΠολΔ, ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να ζητήσει ο διάδικος ο οποίος δεν συμμετείχε στην συζήτηση της αίτησης διότι δεν κλήθηκε νομίμως σε αυτήν και με αυτόν τον τρόπο αντισταθμίζεται η έλλειψη της συμμετοχής του στην δίκη.

Περαιτέρω, με βάση την §3 του ανωτέρω άρθρου, όταν υφίσταται μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογούν την ανάκληση ή την μεταρρύθμιση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, το δικαστήριο, έπειτα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να την  ανακαλέσει ή να την μεταρρυθμίσει ολικά ή εν μέρει. Μεταβολή των πραγμάτων υφίσταται είτε σε περίπτωση που μετά την συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων συνέβησαν γεγονότα που είναι κρίσιμης σημασίας για την ένδικη υπόθεση είτε στην περίπτωση που αυτά προϋπήρχαν αλλά δεν ετέθησαν υπόψιν του δικαστηρίου για οποιαδήποτε αιτία[23].

Από την άλλη, σύμφωνα με το άρθρο 697 ΚΠολΔ, όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία, το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση, δύναται με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται αυτοτελώς, να προχωρήσει στην μεταρρύθμιση ή την ανάκληση ολικά η εν μέρει της απόφασης που διέταξε ή απέρριψε τα ασφαλιστικά μέτρα.

Τέλος, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 698 ΚΠολΔ,  η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ανακαλείται υποχρεωτικά εν όλω ή εν μέρει όταν εκδοθεί οριστική απόφαση επί της κύριας δίκης εναντίον του αιτούντος και αυτή καταστεί τελεσίδικη ή όταν εκδοθεί οριστική απόφαση υπέρ του και αυτή εκτελεστεί ή αν οι διάδικοι συμβιβαστούν ή τέλος όταν περάσουν τριάντα ημέρες από την κατάργηση ή περάτωση της δίκης με άλλο τρόπο.

 

 

[1]Άρθρο 695 ΚΠολΔ

[2]Βαθρακοκοίλης Β, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας- Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Αθήνα, 1996, σελ. 36

[3]Άρθρα 704&705 ΚΠολΔ

[4]Άρθρο 706 ΚΠολΔ

[5]Άρθρα 725-727 ΚΠολΔ

[6]Άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ

[7]Άρθρα 728-730 ΚΠολΔ

[8]Άρθρο 688§2 ΚΠολΔ

[9]Άρθρο 734§1 ΚΠολΔ

[10]Άρθρο 110 ΚΠολΔ

[11]Άρθρο 687 ΚΠολΔ

[12]Άρθρο 683§2 ΚΠολΔ

[13]Άρθρο 683§4 ΚΠολΔ

[14]Άρθρο 692§1 ΚΠολΔ

[15]Άρθρο 692§2 ΚΠολΔ

[16]Άρθρο 691§2 ΚΠολΔ

[17]Άρθρο 692§1 ΚΠολΔ

[18]Άρθρο 692§4 ΚΠολΔ

[19]Άρθρο 692§5 ΚΠολΔ

[20]Άρθρο 693§2 ΚΠολΔ

[21]Άρθρο 700§2 β’ ΚΠολΔ

[22]Άρθρο 691Α§2 ΚΠολΔ

[23]Απόφαση 290/2001 Μονομελές Πρωτοδικείου Ρόδου (δημοσιευμένη στην NOMOS)