ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ – Άρθρα 216 έως 223 ΠΚ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ –  Άρθρα  216 έως  223 ΠΚ

Στα παραπάνω άρθρα προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι κατ’ ουσία η ασφάλεια και ακεραιότητα των έγγραφων συναλλαγών, που διασφαλίζεται με τη γνησιότητα των διαφόρων εγγράφων που χρησιμοποιούνται σε αυτές  και αξιοποιούνται αν χρειαστεί  για την απόδειξη  γεγονότων με έννομες συνέπειες . Επίσης τα γνήσια έγγραφα χαρακτηρίζονται ως υπομνήματα και αποτελούν υλικό αντικείμενο στο οποίο συγκεντρώνεται δημόσια πίστη.

Ως έγγραφα που συμπεριλαμβάνονται στην έννοια των υπομνημάτων των προαναφερόμενων άρθρων είναι ενδεικτικά τραπεζικές επιταγές, , ιδιόγραφες διαθήκες , ,cd,dvd, αριθμός πλαισίου αυτοκινήτου, ιχνογράφημα ταχογράφου,  δημόσια έγγραφα, τα ιδιωτικά έγγραφα, οι ζωγραφικοί πίνακες, οι ιστοσελίδες , οι τραπεζικές κάρτες κ.α που κατά αναλογία μπορούν να συμπεριληφθούν στην έννοια των υπομνημάτων.

Άρθρο 216

Τα βασικά εννοιολογικά στοιχεία της Πλαστογραφίας του άρθρου  216 είναι :

Στην 1η παράγραφο:

  • Η κατάρτιση εξαρχής πλαστού εγγράφου ή η νόθευση – αλλοίωση του περιεχομένου ενός γνήσιου εγγράφου . Συνεπώς πλαστογραφία τελεί κάποιος με δύο τρόπους : 1) είτε καταρτίζοντας εξαρχής πλαστό έγγραφο (έτσι π.χ ο Α συντάσσει διαθήκη ιδιόγραφη που φέρεται να συνέταξε ο Β πριν αποβιώσει ενώ εκείνος δεν είχε συντάξει διαθήκη) είτε 2) νοθεύοντας έγγραφο με την αλλοίωση των στοιχείων ενός γνήσιου εγγράφου .

Παραδείγματα διάπραξης πλαστογραφίας είναι : 1)  σε εκδοθείσα γνήσια επιταγή ο κομιστής της επιταγής διορθώνει το ποσό αυτής από 10. 000,00 € σε 110.000,00 €  προσθέτοντας  τη λέξη εκατό και το ψηφίο 1,  2)ο κομιστής λευκής επιταγής που φέρει όμως γνήσια υπογραφή του εκδότη αυτής συμπληρώνει διαφορετικό ποσό αντί του συμφωνηθέντος  , 3) δικηγόρος πείθει εντολέα του να θέσει την υπογραφή του σε λευκό χαρτί και στη συνέχεια  συντάσσει έγγραφο περί αναγνωρίσεως χρέους)

Η πλαστογραφία είναι σωρρευτικώς μεικτό έγκλημα  έτσι στην περίπτωση που πραγματώνονται οι πλείονες τρόποι τέλεσης αυτής (εξ’ αρχής κατάρτιση ή νόθευση)  τότε υφίσταται αληθινή πραγματική συρροή (αν και διαφορετικών) εγκλημάτων. (Συμβ. ΑΠ  1393/2008)

  • Η παραπάνω ενέργεια έχει σκοπό να παραπλανήσει  και αυτό συνιστά υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου

Έτσι λοιπόν για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, που είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου(κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ ΠΚ) από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα , είτε με τη θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη , είτε με τη κατάχρηση της υπογραφής  και συμπλήρωση κατά το δοκούν  εγγράφου  που φέρει μόνο την υπογραφή τρίτου  είτε η νόθευση γνήσιου εγγράφου , υποκειμενικά δε απαιτείται : α) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή,  β)  η ύπαρξη σκοπού του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (π.χ.  γεγονός που είναι σημαντικό για την παραγωγή , διατήρηση , μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης.)

Στην 2η παράγραφο:

  • Ό ποιος για την επίτευξη του σκοπού της παραπλάνησης χρησιμοποιεί εν γνώση του πλαστό η νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με την ίδια  ποινή  με αυτόν που αρχικώς κατάρτισε ή νόθευσε το έγγραφο. Η χρήση του πλαστού εγγράφου έχει το δικό της  χρόνο παραγραφής ανεξάρτητο από το χρόνο τέλεσης της κατάρτισης πλαστού ή της νόθευσης εγγράφου.

 

Στην 3η παράγραφο :

  • Ο προσδιορισμός της ποινής σε σχέση με το ποσό που προκύπτει ως «συνολικό όφελος ή συνολική ζημία»   υποδηλώνει την ύπαρξη είτε μιας μόνο πράξης είτε το συνυπολογισμό των επιμέρους ποσών , όταν τελείται έγκλημα κατ’ εξακολούθηση κατ’άρθρο 98 ΠΚ (αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις  στο αποτέλεσμα αυτό) και στο εδ. β  της παρ. 3 όταν υφίσταται κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια έγκλημα.

Έτσι  η διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ εφαρμόζεται πρωταρχικά σε όλες τις περιπτώσεις τέλεσης εγκλημάτων κατά περιουσιακών έννομων αγαθών.  Ενώ με τη διάταξη του άρθρου13 περ. στ  ΠΚ προβλέπεται «κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει , όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος» , δηλαδή όταν αδιαμφισβήτητα  διακρίνεται ότι σκοπός του δράστη είναι να αποκτήσει μια διαρκή , σταθερή  και μόνιμη πηγή εισοδήματος για το βιοπορισμό και τη διαρκή ικανοποίηση των χρηματικών του αναγκών.  Παράδειγμα σχετικό με την κατ’ επάγγελμα χρήση πλαστού εγγράφου αναφέρεται : «Κατ’ επάγγελμα τέλεση πλαστογραφίας διαπράττει επίσης ο δράστης , ο οποίος συλλαμβάνεται αμέσως μετά την πρώτη ανάληψη χρημάτων με πλαστή κάρτα που έχει φτιάξει ο ίδιος εφόσον διαπιστώνεται ότι έχει στο εργαστήριο του   σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα αντιγραφής καρτών .. από τα οποία προκύπτει σαφέστατα  ο σκοπός του για απόκτηση εισοδήματος από την παράνομη αυτή δραστηριότητα»

Περαιτέρω κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 1608/1950 το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου ή Νομικού προσώπου Δημοσίου δικαίου …… και το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημία η οποία προξενήθηκε ή οπωσδήποτε  απειλήθηκε στο Δημόσιο   … υπερβαίνει το ποσό των 150.000,00 €.

Σε κάθε περίπτωση περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου , υπέρ του οποίου ενεργεί , η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου  ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, τα οποία και από μόνα τους  αρκούν για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 120.000,00€.  Για τη στοιχειοθέτηση  όμως της κακουργηματικής πλαστογραφίας , δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να  είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτή,  δηλαδή δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης του εγγράφου αλλά αρκεί  το όφελος ή η περιουσιακή ζημιά  να έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο σχετικό με την πλαστογραφία  παραπλανητικό σχέδιο του δράστη , είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μετάθεσης  στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι.  Επομένως συνάγεται ότι  η πλαστογραφία αντιμετωπίζεται από το νόμο ως έγκλημα σκοπού , και το γεγονός  ότι εντάσσεται στον ΠΚ στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο καθιστά έκδηλο  ότι σκοπείται η ασφάλεια και  η ακεραιότητα των εγγράφων  συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων. (ΟλΑΠ 3/2008)

  • Σύμφωνα με την παρ. 3 β) «… Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000,00 €».

Να σημειωθεί εδώ ότι  σε περίπτωση που διαπράττεται το έγκλημα της πλαστογραφίας και με τις δύο μορφές (κατάρτιση ή νόθευση), κάθε μία από τις οποίες αποτελεί έγκλημα διαφορετικής αντικειμενικής υπόστασης που τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, για να προσδοθεί κακουργηματικός χαρακτήρας στην όλη εγκληματική συμπεριφορά του δράστη όταν αυτός διαπράττει πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, πρέπει να προσδιορίζεται ειδικώς ότι το συνολικό όφελος που σκόπευε να προσπορίσει ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000,00€ για κάθε μια χωριστά από  τις δύο αυτές μορφές πλαστογραφίας. (Συμβ ΑΠ 1393/2008). Εξάλλου και κατά την έννοια του άρθρου 98 ΠΚ για να στοιχειοθετηθεί έγκλημα κατ’ εξακολούθηση απαιτείται οι  μερικότερες πράξεις να είναι όμοιες ως προς την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος .

Αποτελούν  όμως, οι δύο αυτές μορφές σε περίπτωση συνδρομής τους,  δύο εγκλήματα που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά

Η πλαστογραφία συρρέει αληθινά κυρίως με την απάτη, την υπεξαίρεση ή την υπεξαίρεση στην υπηρεσία τη λαθρεμπορία κ.α

 

Άρθρο 217

Σχετικά με τη Πλαστογραφία Πιστοποιητικών του άρθρου  217 :

  • Το ως άνω έγκλημα αποχωρίστηκε από το άρθρο 216 ΠΚ και αποτέλεσε ιδιαίτερο έγκλημα που τιμωρείται με ηπιότερη ποινή λόγω της ψυχικής κατάστασης του δράστη που έχει βασικές ανάγκες και δυσκολεύεται να συντηρήσει τον εαυτό του .

Επομένως πρέπει ο σκοπός του δράστη να στοχεύει αποκλειστικά και αυστηρά στη διευκόλυνση της άμεσης συντηρήσεως , της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου του ίδιου ή άλλου και όχι να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ή να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος , με βλάβη τρίτου οπότε έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ . Για τον παραπάνω λόγω πλαστογραφημένη άδεια ικανότητας οδηγού αυτοκινήτου, κρίθηκε ότι δεν διευκολύνει απλώς την προσωπική κίνηση του κατόχου χωρίς να βλάπτεται τρίτος οπότε θα τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 217, αλλά η πιστοποίηση της ικανότητας οδηγού μέσω της άδειας ενδιαφέρει άμεσα το κοινωνικό σύνολο το οποίο βλάπτεται σε περίπτωση που στους δρόμους κινούνται αυτοκίνητα με ακατάλληλους οδηγούς (οπότε τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 216. ΠΚ).

 

Άρθρο 218

Σχετικά με τη Πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων  του άρθρου  218

  • Αφορά τις περιπτώσεις κατάρτισης , νόθευσης ενσήμων δηλωτικών αξίας με σκοπό εν γνώσει να τα χρησιμοποιήσει ως γνήσια ή εν γνώσει να επαναχρησιμοποιεί επίσημα ένσημα δηλωτικά αξίας . Παραδείγματα ενσήμων αποτελούν τα ένσημα του ΙΚΑ , τα δικαστικά παράβολα ή ένσημα υπερ του Δημοσίου , τα ειδικά σήματα για τα τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων  κ.α.

 

 

Άρθρο 219

Σχετικά με το άρθρο  219 :

Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου καταστρέφει με ελεύθερη θέλησή  του τα αντικείμενα που αναφέρονται σε αυτό πριν τα χρησιμοποιήσει.

Άρθρο 220

Σχετικά με την  Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης  του άρθρου  220:

  • αφορά την περίπτωση που πετυχαίνεται με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όταν ο υπάλληλος βρίσκεται σε πλάνη και αγνοεί την αληθή πραγματική κατάσταση. Εάν ο υπάλληλος που εκδίδει το σχετικό δημόσιο έγγραφο

γνωρίζει την αναλήθεια των περιστατικών που βεβαιώνει ως αληθή τότε θα υφίσταται ψευδής βεβαίωση στην υπηρεσία και ηθική αυτουργία σε αυτήν.

 

Άρθρο 221

Σχετικά με τις ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις του άρθρου  221:

  • αφορούν την εν γνώσει έκδοση από γιατρούς, οδοντιάτρους , κτηνιάτρους , φαρμακοποιούς, χημικούς και μαίες ψευδών πιστοποιήσεων που προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσιο ή άλλα πρόσωπα ή αρχές δημόσια ή ιδιωτικά, ή που μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου ή προορίζονται και για δικαστική χρήση. Σε περίπτωση που τα παραπάνω πρόσωπα είναι υπάλληλοι του Δημοσίου (ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και εκδίδει ψευδή ιατρική βεβαίωση , τότε διαπράττει ψευδή βεβαίωση στην υπηρεσία αρθ. 242 ΠΚ και όχι  εκείνη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης η οποία συντάσσεται από ιδιώτη γιατρό και τα λοιπά αναφερόμενα στο άρθρο 221 ΠΚ πρόσωπα. ( ΑΠ 1415

Άρθρο 222

Σχετικά με την  Υπεξαγωγή εγγράφων  του άρθρου  222:

  • αφορά την περίπτωση που κάποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει , βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του.

Παράδειγμα υπεξαγωγής εγγράφων αποτελεί η απόκρυψη βιβλίων ΕΠΕ  , ώστε να μη δύναται η κληρονόμος (σύζυγος του αποθανόντος εταίρου) να ασκήσει τα δικαιώματα της.  Διαφορετικό όμως είναι όταν υπάλληλος του Δημοσίου αποκρύπτει υπηρεσιακά  έγγραφα σε  έλεγχο από επιθεωρητές της δημόσιας διοίκησης οπότε σε αυτή την περίπτωση έχουμε τέλεση του εγκλήματος του άρθρου 242 παρ. 2 ΠΚ ( υπεξαγωγή εγγράφου στην Υπηρεσία)

Άρθρο 223

Σχετικά με τη Μετακίνηση οροσήμων  του άρθρου  223

  • αφορά την περίπτωση που κάποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αφαιρεί , καθιστά αγνώριστα, μετατοπίζει ή ψευδώς τοποθετεί ορόσημα ή άλλα σημάδια που χρησιμεύουν για το καθορισμό ορίων ή του ύψους ή της διαίρεσης των υδάτων