Η πορεία προς το ποινικό ακροατήριο:Η «προπαρασκευαστική διαδικασία»
Στο πλαίσιο της ποινικής δικονομικής επιστήμης στη χώρα μας, αναγνωρίζεται ότι η ποινική δίκη διακρίνεται κατά βάση σε δύο μέρη, στη προδικασία και στη κύρια διαδικασία ή επ’ ακροατηρίω διαδικασία. Η προδικασία διακρίνεται σε δύο επιμέρους στάδια: το πρώτο έχει να κάνει κυρίως με την προανάκριση και την κύρια ανάκριση, ενώ το δεύτερο, με την ενδιάμεση διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων. Από την άλλη, η κύρια διαδικασία ή επ’ ακροατηρίω διαδικασία διακρίνεται και αυτή με τη σειρά της σε δύο επιμέρους στάδια: το πρώτο στάδιο έχει να κάνει με την προπαρασκευαστική διαδικασία και το δεύτερο με την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο, την κύρια διαδικασία (αυτή καθεαυτήν) της ποινικής δίκης.
Με αφορμή λοιπόν, το δεύτερο μέρος της ποινικής δίκης που αφορά τη κύρια διαδικασία, θα επιλέξουμε να αναλύσουμε το πρώτο στάδιό της σχετικά με την προπαρασκευαστική διαδικασία. Η τελευταία έχει να κάνει με την προετοιμασία της δίκης, όπου καθορίζεται το αντικείμενο της δίκης, το δικαστήριο αυτής, η δικάσιμος, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται η εμφάνιση των διαδίκων στην ακροαματική διαδικασία, καθώς και η δυνατότητα να προετοιμάσουν την άμυνα τους, με τον εισαγγελέα να αναλαμβάνει όλο αυτό το κομμάτι της προπαρασκευής[1].
Αρχικά, η προπαρασκευαστική διαδικασία (αρ. 320 – 328 ΚΠοινΔ) ξεκινά με την κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, η κύρια διαδικασία ξεκινά με την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο που συνοδεύεται με νομότυπη επίδοση έγκυρου κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης[2]. Η κλήτευση λοιπόν του κατηγορούμενου στο ακροατήριο γίνεται με δύο τρόπους, είτε με κλητήριο θέσπισμα, είτε με επίδοση κλήσης.
Η κλήτευση του κατηγορουμένου με κλητήριο θέσπισμα, λαμβάνει χώρα κατά το αρ. 320 παρ. 2 ΚΠοινΔ, εφόσον η παραπομπή του γίνεται απευθείας με απόφαση εισαγγελέα καθώς και στις περιπτώσεις των άρ. 43 παρ. 2, 301, 302 παρ. 1, 303 παρ. 6, 308 παρ. 3 και 309 ΚΠοινΔ, με αποτέλεσμα η προπαρασκευαστική διαδικασία να ξενικά ταυτόχρονα με την κύρια διαδικασία, με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, εφόσον δεν επιτρέπεται προσφυγή κατά του τελευταίου[3], ενώ, αν επιτρέπεται προσφυγή, η προπαρασκευαστική ξεκινά και πάλι με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ η κύρια διαδικασία αυτή τη φορά ξεκινά, με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής, όπως προκύπτει από τα αρ. 320, 322 ΚΠοινΔ.
Επίσης, η κλήτευση του κατηγορουμένου μπορεί να γίνει και με επίδοση κλήσης, εφόσον η παραπομπή του γίνεται με αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα (314 και 319 παρ. 5 ΚΠοινΔ), με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή η προπαρασκευαστική διαδικασία να ξεκινά ταυτόχρονα με την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, με την νόμιμη επίδοση έγκυρης κλήσης[4], όπως προκύπτει από το αρ. 320 παρ. 2 και 3 ΚΠοινΔ.
Συνεχίζοντας με τις ενέργειες στο πλαίσιο της παρασκευαστικής διαδικασίας θα λέγαμε πως με βάση το αρ. 320 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ ΚΠοινΔ (που ουσιαστικά παραπέμπει και στα αρ. 155, 157 ΚΠοινΔ) το κλητήριο θέσπισμα και η κλήση του κατηγορουμένου συντάσσονται σε δύο αντίτυπα, όπου το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Παράλληλα, με βάση και το αρ. 321 παρ. 3 ΚΠοινΔ αντίγραφο του κλητήριου θεσπίσματος ή της κλήσης πρέπει να επιδίδεται σε κάθε περίπτωση στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας.
Ως προς το περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης, θα λέγαμε, πως είναι το ίδιο καταρχήν[5]. Ωστόσο, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται ο παραπεμπόμενος και αναφορά του άρθρου του ποινικού κώδικα που προβλέπει την πράξη με βάση το αρ. 321 παρ. 1 περ. δ’, ενώ η κλήση για την εμφάνιση (άρ. 320) ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα με βάση το αρ. 321 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠοινΔ. Και αυτό γιατί ούτως ή άλλως το βούλευμα, στο διατακτικό του εμπεριέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξης και γι αυτό δεν χρειάζεται να επαναληφθεί στην κλήση[6].
Αξίζει εδώ να σταθούμε στην έννοια του ακριβούς καθορισμού της πράξης και να τολμήσουμε να πούμε ότι ουσιαστικά η διάταξη παραπέμπει στο αρ. 246 παρ. 1 ΚΠοινΔ και στο αρ. 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ σχετικά με την ανάγκη αποσαφήνισης της πράξης. Και ότι αυτός ο ‘ακριβής καθορισμός’ επιτυγχάνεται μόνο, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται θα πρέπει να φαίνεται ότι πραγματώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση εγκλήματος που περιγράφεται στον ποινικό κώδικα[7].
Σε αυτό το σημείο να πούμε πως σε περίπτωση που λείπουν στοιχεία που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 εδ. α΄ και β΄ του αρ. 321 ΚΠοινΔ τότε συντρέχει σχετική ακυρότητα που θα πρέπει να προβληθεί μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας[8], ενώ η μη τήρηση του εδ. γ΄ της παρ. 2 έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης, με βάση το αρ. 321 παρ. 4.
Μετά από αυτά θα περάσουμε στην γνωστοποίηση των μαρτύρων. Αρχικά, ο αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση να επιδώσει στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί κατάλογο των μαρτύρων που θα εξεταστούν, με βάση το αρ. 326 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠοινΔ. Ωστόσο, στις περιπτώσεις των άρθρων 353 παρ. 1 και 363 δεν χρειάζεται η επίδοση καταλόγου με βάση τα εδ. β’ και γ’ της ίδιας παραγράφου. Επίσης, να σημειώσουμε πως με βάση το αρ. 326 παρ. 3 ΚΠοινΔ την ίδια υποχρέωση έχει και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας για τους μάρτυρες που κλητεύει ο ίδιος, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο, ο οποίος δεν έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον εισαγγελέα και στους διαδίκους τους μάρτυρες που κλητεύει με βάση την παρ. 3 του ίδιου άρθρου.
Στη δυνατότητα που παρέχει ο νόμος στον κατηγορούμενο σχετικά με τα παραπάνω προστίθεται ακόμη ένα άλλο δικαίωμα. Ο κατηγορούμενος λοιπόν εκτός από τους μάρτυρες που προσκαλούνται από τον ίδιο με δικές του δαπάνες, μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον μάρτυρα της επιλογής του, αν κατηγορείται για πλημμέλημα και δύο, αν κατηγορείται για κακούργημα, με βάση το αρ. 327 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠοινΔ. Το άρθρο αυτό κατά μία άποψη θα λέγαμε πως θα πρέπει να διαβάζεται υπό το φως του αρ. 6 παρ. 3 περ. δ’ της ΕΣΔΑ[9]. Σε περίπτωση τώρα που ο εισαγγελέας δεν ανταποκριθεί στο αίτημά του κατηγορουμένου τότε συντρέχει απόλυτη ακυρότητα του αρ. 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠοινΔ[10].
Η αίτηση να πούμε βέβαια πως είναι απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει την ακριβή διεύθυνση των μαρτύρων που προτείνονται, καθώς και το θέμα για το οποίο κυρίως θα γίνει η εξέταση, ενώ σε κάθε περίπτωση η κλήτευση δεν είναι υποχρεωτική, αν το θέμα δεν έχει σχέση με την πράξη ή αν ο μάρτυρας κατοικεί ή διαμένει στην αλλοδαπή, με βάση το αρ. 327 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ ΚΠοινΔ.
Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε ότι, όταν ο εισαγγελέας ή ένας διάδικος, αφού παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, θεωρεί ότι εξαιτίας ασθένειας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί στο δικαστήριο μάρτυρας που δεν εξετάστηκε στην ανάκριση, μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του μάρτυρα. Στην περίπτωση τώρα που η αίτηση γίνει δεκτή και εξεταστεί ο μάρτυρας τότε συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία διαβάζεται στο ακροατήριο, διαφορετικά στοιχειοθετείται σχετική ακυρότητα του ακροατηρίου με βάση το αρ. 328 ΚΠοινΔ.
Σε σχέση τώρα με τις προθεσμίες κλητεύσεως διαδίκων και μαρτύρων θα λέγαμε τα εξής. Με βάση το αρ. 166 παρ. 1 ΚΠοινΔ η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε ημέρες, ενώ, αν αυτός που κλητεύεται διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών, αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση. Επομένως σε σχέση με τη θεματική που αναπτύσσουμε η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης πρέπει να γίνει τουλάχιστον δεκαπέντε πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα που θα διεξαχθεί η δίκη, όπως προκύπτει από τα αρ. 166 παρ. 2 και 168 ΚΠοινΔ. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν τηρηθούν οι παραπάνω προθεσμίες τότε υπάρχει σχετική ακυρότητα με βάση το νέο αρ. 167 και 175 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Επίσης, να αναφέρουμε ότι ο νόμος προβλέπει σύντμησης της παραπάνω προθεσμίας (οκτώ κατ’ ανώτατο όριο ημέρες) σε κάποιες περιπτώσεις που προβλέπονται ειδικά στο αρ. 169 ΚΠοινΔ.
Μετά από όλα αυτά, δηλαδή μετά τον ορισμό δικασίμου, την νομότυπη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης, καθώς και του καταλόγου των μαρτύρων δεν μένει παρά να ξεκινήσει η εκδίκαση δηλαδή της υπόθεσης στο ακροατήριο. Ωστόσο υπάρχει η πρόβλεψη του αρ. 322 ΚΠοινΔ που μπορεί να σταματήσει την ‘κανονική ροή’. Αφού, όπως θα δούμε παρακάτω, στην περίπτωση μόνο της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος (και όχι στην περίπτωση παραπομπής με επίδοση κλήσης) δίνεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να ασκήσει προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών, με αποτέλεσμα, αν η προσφυγή γίνει δεκτή, να ματαιωθεί η συζήτηση στο ακροατήριο.
Έτσι λοιπόν σε κάποιες περιπτώσεις, που θα τις δούμε αμέσως παρακάτω, απευθείας παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με την επίδοση σε αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, προβλέπεται για τον παραπεμπόμενο ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου, το δικαίωμα να προσφύγει κατά της απευθείας κλήσης στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Σε σχέση με τη νομική φύση της προσφυγής αυτής, θα λέγαμε πως η νομολογία παλαιότερα έκανε λόγο για «οιονεί ένδικο μέσο»[11] ή και για «ειδικό ένδικο μέσο»[12] μια και η προσφυγή αυτή αποτελεί ουσιαστικά προσβολή μιας απόφασης ενός κατώτερου δικαιοδοτικού οργάνου, δηλαδή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ενώπιον ενός ανώτερου, όπως είναι ο εισαγγελέας εφετών. Σήμερα η νέα διάταξη του αρ. 322 παρ. 2 ΚΠοινΔ ξεκαθαρίζει τα πράγματα λέγοντας πως «η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474», δηλαδή όπως τα ένδικα μέσα, γεγονός που συνεπάγεται μοιραία ανάλογο ανασταλτικό, μεταβιβαστικό και επεκτατικό αποτέλεσμα.
Αρχικά, θα σταθούμε στο πότε επιτρέπεται η εν λόγω προσφυγή. Μέσα από το αρ. 322 παρ. 1 ΚΠοινΔ (σε συνδυασμό με το αρ. 320 παρ. 2) προκύπτει ότι αυτή επιτρέπεται: μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή αυτεπάγγελτης προανάκρισης ή ένορκης διοικητικής εξέτασης ή την υποβολή πορίσματος ή έκθεσης αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το αρ. 43 παρ. 2 ΚΠοινΔ, μετά την περάτωση της ποινικής συνδιαλλαγής με βάση τα αρ. 301, 302 παρ. 2 ΚΠοινΔ, μετά από τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου κατά το αρ. 303 παρ. 6, μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης, όταν η απευθείας παραπομπή αποφασίζεται μετά τη σύμφωνη γνώμη του ανακριτή κατά το αρ. 308 παρ. 3 ΚποινΔ, καθώς και μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης κατά το αρ. 309 ΚΠοινΔ. Έτσι, «κριτήριο κατά βάση αποτελεί το είδος του δικαστηρίου, (εν προκειμένω το τριμελές πλημμελειοδικείο), και όχι η πράξη αυτή καθεαυτήν»[13].
Επίσης, με το αρ. 323 ΚΠοινΔ προβλέπεται και η προσφυγή των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας με τη διαφορά εδώ ότι ο κατηγορούμενος για παράδειγμα δικηγόρος που κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο του τριμελούς εφετείου έχει δικαίωμα να προσφύγει στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών.
Ως προς την προθεσμία άσκησης της προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος θα λέγαμε πως ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει την εν λόγω προσφυγή μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το αρ. 322 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Παρ’ όλα αυτά έχει κριθεί πως για λόγους ανωτέρας βίας μπορεί να δικαιολογηθεί η αναστολή της παραπάνω προθεσμίας[14].
Σε σχέση με τον τρόπο άσκησης της προσφυγής θα λέγαμε τα εξής. Με βάση το αρ. 322 παρ. 2 ΚΠοινΔ η προσφυγή ασκείται όπως τα ένδικα μέσα, δηλαδή με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474 ΚΠοινΔ. Έτσι λοιπόν, η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών (ή εφετών στην περίπτωση των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας) που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα για την οποία δήλωση συντάσσεται έκθεση (αρ. 322 παρ. 2 εδ. β’ και αρ. 474 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς και με κατάθεση δικογράφου για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρισης (αρ. 322 παρ. 2 εδ. β’ και αρ. 474 παρ. 2 ΚΠοινΔ). Να πούμε βέβαια εδώ ότι η έκθεση και το δικόγραφο είναι δυνατό να κατατεθούν και σε άλλο γραμματέα ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής ή στον διευθυντή των φυλακών, οπότε στην περίπτωση αυτή ειδοποιείται αμελλητί ο γραμματέας της εισαγγελίας πρωτοδικών που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα και του αποστέλλεται αμέσως η έκθεση ή το δικόγραφο (αρ. 322 παρ. 2 εδ. β’). Επίσης προβλέπεται άσκηση της προσφυγής και με πληρεξούσιο το οποίο προσαρτάται στην έκθεση ή στο δικόγραφο (αρ. 322 παρ. 2 εδ. γ’).
Σε κάθε περίπτωση στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται η προσφυγή με βάση το αρ. 322 παρ. 2 εδ. δ’ ΚΠοινΔ (και 474 παρ. 4). Οι λόγοι βέβαια αυτοί οφείλουμε να σημειώσουμε πως σχετίζονται με το νόμω και ουσία βάσιμο της απόφασης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών για απευθείας παραπομπή και σε καμιά περίπτωση δεν έχουν να κάνουν με το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος[15]. Τέλος να πούμε πως προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο 150 ευρώ, ενώ πρώτα ήταν 250 ευρώ, και σε περίπτωση που δεν το κάνει η προσφυγή του κηρύσσεται απαράδεκτη με βάση το αρ. 322 παρ. 2 εδ. ε’ και ζ΄ ΚΠοινΔ.
Σε αυτό το σημείο θα περάσουμε στις δυνατότητες του εισαγγελέα εφετών στον οποίο μεταβιβάζεται η προσφυγή – εξού και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα που αναφέραμε παραπάνω – προκειμένου να αποφασίσει για την προσφυγή. Αρχικά, ο εισαγγελέας μπορεί να απορρίψει την προσφυγή (αρ. 322 παρ. 3 περ. α ΚΠοινΔ ) για λόγους που είτε αφορούν το παραδεκτό (πχ όταν δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα) είτε το νόμω ή ουσία βάσιμο και αφού προηγουμένως στην περίπτωση αυτή διατάξει προανάκριση για την συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων με βάση το αρ. 322 παρ. 3 ΚΠοινΔ.
Το ίδιο άρθρο στα παρακάτω εδάφια λέει πως η διάταξη του εισαγγελέα εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 155 επ. Επίσης, Αν από την επίδοση έως την δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που χρειάζεται για την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί σε αυτήν για να δικαστεί χωρίς άλλη κλήτευση. Ωστόσο αν η διάταξη του εισαγγελέα εφετών που απορρίπτει την προσφυγή δεν επιδοθεί μέσα στην παραπάνω προθεσμία τότε ορίζεται νέα δικάσιμος και γίνεται εκ νέου κλήτευση του κατηγορουμένου με επίδοση κλήσης αντί κλητηρίου θεσπίσματος[16] . Έτσι λοιπόν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής που έχει να κάνει εν προκειμένω με τη μη διεξαγωγή της δίκης κατά την ορισμένη δικάσιμο επέρχεται, όταν η προσφυγή δεν γίνει δεκτή και έχει εξαντληθεί το χρονικό περιθώριο του μισού της προθεσμίας που χρειάζεται για την κλήτευση, αφού όπως αναφέραμε παραπάνω στην περίπτωση αυτή ορίζεται νέα δικάσιμος. (Καθώς εννοείται και όταν η προσφυγή γίνει δεκτή).
Επίσης ο εισαγγελέας μπορεί να κάνει δεκτή την προσφυγή, οπότε διατάσσει την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο (αρ. 322 παρ. 3 περ. β ΚΠοινΔ ) και αφού προηγουμένως διατάξει προανάκριση για την συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων με βάση το αρ. 322 παρ. 3 ΚΠοινΔ. Έτσι λοιπόν στην περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών πει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο διατάζει την εισαγωγή της υπόθεσης μέσω του εισαγγελέα πλημμελειοδικών στο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Το τελευταίο βέβαια τότε «κρίνει επί της υποθέσεως, επανερχόμενης στο στάδιο της προδικασίας και όχι επί της προσφυγής και στην περίπτωση βέβαια που υπάρξει παραπεμπτικό του βούλευμα δεν επικυρώνει την αρχική παραπομπή με απευθείας κλήση, η οποία έχει ήδη ανατραπεί με τη διάταξη του εισαγγελέα επί της προσφυγής»[17].
Το ζήτημα που ανακύπτει βέβαια εδώ είναι, αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών που διατάσσεται να εισάγει την υπόθεση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών δεσμεύεται να την εισάγει με απαλλακτική πρότασή του ή μήπως έχει τη δυνατότητα (αν έχει διαφορετική άποψη από τον εισαγγελέα εφετών) να την εισάγει με παραπεμπτική πρότασή του; Αρχικά να πούμε πως τη δυνατότητα αυτή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών τη δέχεται η νομολογία[18], μια και κατά μια άποψη «η υποχρέωση του εισαγγελέα αυτού περιορίζεται μόνο στην εισαγωγή της υπόθεσης στο συμβούλιο ενώ το περιεχόμενο της πρότασης του επαφίεται στη δικαστική του συνείδηση»[19]. Πάνω σε αυτά θα προσθέταμε πως η δυνατότητα αυτή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών εντάσσεται και στην σφαίρα αν μη τι άλλο της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης γενικότερα (αρ. 26 Συντ), οπότε κάθε δικαστικός λειτουργός μπορεί να έχει ανεξάρτητα από τον συνάδελφό του διαφορετική άποψη. Ωστόσο, αντίθετη άποψη εξέφραζε ο καθηγητής Ανδρουλάκης, ο οποίος έλεγε πως η εν λόγω προσφυγή λειτουργεί ουσιαστικά ως ένδικο μέσο (κάτι βέβαια που αποτυπώνεται στον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπου ξεκάθαρα προβλέπεται στο αρ. 322 παρ. 2 εδ. α’ ότι: η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474, όπως δηλαδή τα ένδικα μέσα) με αποτέλεσμα να μην είναι λογικό ο κατώτερος εισαγγελέας (ο πλημμελειοδικών) να εξακολουθεί να επηρεάζει δυσμενώς για τον κατηγορούμενο την περαιτέρω πορεία της υποθέσεως την οποία έλεγξε ο ανώτερος εισαγγελέας (ο εφετών)[20]. Πράγμα άλλωστε που επιτάσσει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα που έχουν τα ένδικα μέσα καθώς και η εν λόγω προσφυγή του αρ. 322 ΚΠοινΔ.
Σε σχέση με την προσφυγή των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας, θα λέγαμε πως η προσφυγή στην περίπτωση αυτή λειτουργεί ως γνήσιο ένδικο μέσο αφού το συμβούλιο εφετών όπως λέει και η διάταξη αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (αρ. 323 ΚΠοινΔ) με αποτέλεσμα αν κάνει δεκτή την προσφυγή εκδίδει βούλευμα με το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη.
Ακόμη, μια και ο νόμος αναφέρει ότι η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474, όπως δηλαδή τα ένδικα μέσα, θα λέγαμε πως επί της εν λόγω προσφυγής εφαρμόζεται αναλογικά και η διάταξη του 469 ΚΠοινΔ, όπου στο άρθρο αυτό στοιχειοθετείται το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, δηλαδή η επέκταση του ενδίκου μέσου και στους κατηγορουμένους που δεν το άσκησαν[21].
Κλείνοντας τη θεματική αυτή, θα αναφερθούμε στις τυχόν αντιρρήσεις κατά της απόρριψης της προσφυγής. Αν εκείνος που άσκησε την προσφυγή έχει αντιρρήσεις που σχετίζονται με το παραδεκτό και το επιτρεπτό της[22] μπορεί να τις προβάλλει μόνο στο δικαστήριο που δικάζει, εφόσον φυσικά η προσφυγή ασκήθηκε και ο εισαγγελέας εφετών ή το συμβούλιο εφετών απέρριψαν την προσφυγή. Αν τώρα το δικαστήριο δεχθεί τις αντιρρήσεις, κηρύσσει απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης, ωσότου αποφανθεί για την προσφυγή ο εισαγγελέας εφετών ή το συμβούλιο εφετών με βάση το αρ. 325 ΚΠοινΔ.
[1] Παπαδαμάκης Α, Ποινική δικονομία. Η δομή της ποινικής δίκης, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, σ. 456.
[2] Μαργαρίτης Λ – Παρασκευόπουλος Ν, Ποινολογία, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2000, σ. 207.
[3] ΑΠ 288/1988, ΑΠ 1504/1980.
[4] Παπαδαμάκης, ό.π. σ. 455.
[5] Βλέπε αρ. 321 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ ΚΠοινΔ: «Κατά τα λοιπά (η κλήση) πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. Η ερήμην εκδίκαση ως συνέπεια της μη εμφάνισης του κατηγορουμένου πρέπει να αναγράφεται τόσο στο κλητήριο θέσπισμα όσο και στην κλήση».
[6] Ανδρουλάκης Ν, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Αθήνα 2012, σ. 396.
[7] Ανδρουλάκης, ό.π.
[8] Παπαδαμάκης, ό.π. σ. 457 -458.
[9] Και έτσι να είναι δυνατό για παράδειγμα ο κατηγορούμενος να μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει παραπάνω από έναν (στην περίπτωση πλημμελήματος) ή παραπάνω από δύο (στην περίπτωση κακουργήματος) μάρτυρες μια και δεν προβλέπεται από την ΕΣΔΑ ένα numerus clausus μαρτύρων. Για την θέση αυτή βλέπε κυρίως: Καρράς Α, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2007, σ. 653.
[10] ΑΠ 11/1981.
[11] ΑΠ 843/1987.
[12] ΑΠ 1345/1988.
[13] Παπαδαμάκης, ό.π. σ. 463.
[14] ΕφΑθ 1904/1985.
[15] ΕφΑθ 263/1961.
[16] Ανδρουλάκης, ό.π. σ. 409.
[17] Ανδρουλάκης, ό.π. σ. 413.
[18] ΣυμβΠλημμΘεσ 742/1988, ΣυμβΠλημμΕδεσ 44/1973.
[19] Χατζάκος Ι, Η περάτωση της τακτικής προανακρίσεως, Αθήνα 1986, σ. 114.
[20] Ανδρουλάκης, ό.π. σ. 412.
[21] Παπαδαμάκης, ό.π. σ. 473.
[22] Παπαδαμάκης, ό.π.