Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ
(άρθ. 2 εδ. 3 του ΒΔ 2/14.5.1835 “περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων”).
Α. Έννοια της πρακτορείας-Χαρακτηριστικά στοιχεία πρακτορείας
- Στον κατάλογο των εμπορικών πράξεων του άρθρου 2 του ν.δ. για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων περιλαμβάνεται και κάθε πράξη πρακτορείας-επιχείρηση πρακτορείας. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 του β.δ περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων ορίζει ότι «ο νόμος θεωρεί εμπορική πράξη πάσαν επιχείρησην πρακτορείας». Η επιχείρηση πρακτορείας χαρακτηρίζεται ως πρωτότυπα εμπορική πράξη γιατί έχει τον εμπορικό της χαρακτήρα από μόνη της και δεν τον παίρνει από αλλού όπως π.χ. από το πρόσωπο που την ενεργεί. Διακρίνεται δε σε αμφιμερής ή μονομερής εμπορική πράξη ανάλογα αν αποτελεί εμπορική πράξη και για τα δύο μέρη και για τα δύο πρόσωπα αν άμεσα στα οποία δημιουργήθηκαν έννομες σχέσεις ή μόνο για το ένα από αυτά. Ανήκει δε αυτή ομού με την επιχείρηση παραγγελίας και τις μεσιτικές εργασίες στις υπό στενότερη έννοια μεσολαβητικές δραστηριότητες. Εν συνεχεία τα άρθρα 2 και 3 του παραπάνω ν.δ απαριθμούν μια σειρά από εμπορικές δραστηριότητες άλλοτε άμεσα σαν εργασίες και σαν επιχειρήσεις όπως είναι η επιχείρηση πρακτορείας και άλλοτε έμμεσα σαν πράξεις που μπορούν να σχηματίσουν επάγγελμα. Η επιχείρηση πρακτορείας αποτελεί γενικότατη εμπορική πράξη, την κατεξοχήν πράξη παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών, ό,τι αποτελεί η αγορά προς μεταπώληση για το εμπόριο αγαθών.
- Η δραστηριότητα της αυτή συνίσταται στην παροχή πάσης φύσεως μεσολαβητικών εξυπηρετήσεων προς το κοινό. Πρακτορεία λοιπόν είναι η δραστηριότητα με βάση την οποία ένα πρόσωπο ο πράκτορας, ο οποίος ενεργεί επιχειρηματικά αναλαμβάνει να επιμελείται συγκεκριμένες υποθέσεις άλλων προσώπων των πελατών του. Ειδικότερα, η επιχείρηση πρακτορείας συνίσταται στην υπό μη δημοσίου προσώπου, έναντι αμοιβής, διαχείριση (ήτοι ενέργεια, διεύθυνση ή διεκπεραίωση) αλλότριων υποθέσεων, οιανδήποτε μορφή και αν έχουν αυτές, είτε πρόκειται περί εμπορικών ή περί αστικών υποθέσεων. Ουσιώδης δηλαδή στοιχείο είναι οι παρεχόμενες στο πλαίσιο της επιχείρισης πρακτορείας υπηρεσίες να είναι ιδιωτικού χαρακτήρα και να παρέχονται προς το κοινό. Καθίστανται οι πράξεις πρακτορείας εμπορικές μόνον αν ασκούνται υπό μορφή ενέχουσα την έννοια της επιχειρήσεως, (Βλ. Βελέντζας Γ., Επίτομο Εμπορικό Δίκαιο, 2007, σελ. 42, Περάκης Ε., Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, 2000, σελ. 187, Ψυχομάνης Σπ., Εμπορικό δίκαιο, γενικό μέρος, σελ. 116, Τσιριντάνης Α., Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου, σελ. 62, 63, Ρόκας Ι., Εμπορικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1999 σελ. 58, Σταυροπούλου, Ερμ. Εμπ. και Ναυτικού Δικαίου, υπ` άρθρο 114α, σελ. 40, ΕφΘεσ/νίκης 3821/1990 Αρμ. 1991,365.)
- Ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για τη νομική φύση της πρακτορείας δεν υφίσταται ο δε χαρακτηρισμός της ως εσωτερικής σχέσης εξαρτάται από την εκάστοτε συμβατική της διαμόρφωση. Βέβαιο είναι ότι ως εμπορική πράξη (επιχείρηση) κατά το άρθρο 2 του δ/τος για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων, η πρακτορεία αποτελεί σύμβαση με την οποία ο πράκτορας ως επιχειρηματίας διενεργεί υλικές πράξεις η συνάπτει δικαιοπραξίες με τρίτους ενδεχομένως και στο όνομα του εντολέα και πελάτη του.
- Εξαιτίας λοιπόν της έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης γίνεται δεκτό από τη θεωρία ότι σύμβαση πρακτορείας θεωρείται η ανάληψη με αντάλλαγμα υποχρέωσης παροχής στο κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών ποικίλης φύσεως (βλ. Γ. Τριανταφυλλάκης Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου εκδ. 2007, σελ. 40, Λιακόπουλος Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ ΜΑ` σελ. 561, 569). Σύμφωνα με την άποψη αυτή η επιχείρηση πρακτορείας είναι η διενέργεια υλικών πράξεων ή η σύναψη δικαιοπραξιών στο όνομα του εντολέα του. (βλ. Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, 1984, σελ. 52, Λιακόπουλος Θ., Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου ΙΙ, Γενικό Μέρος-Εμπορικές Συμβάσεις, 1997, σελ. 82). Στην επιχείρηση πρακτορείας, ο πράκτορας μεσολαβεί και εκτελεί υποχρεώσεις του πρακτορευόμενου προς τρίτους ή συνάπτει συμβάσεις με τρίτους ως πληρεξούσιος του πρακτορευόμενου ή γενικά παρέχει υπηρεσίες προς τον εντολέα – πρακτορευόμενο. Η σύμβαση πρακτορείας συνιστά ειδικότερη μορφή της συμβάσεως εμπορικής παραγγελίας και η κύρια διαφορά με την επιχείρηση παραγγελίας είναι ότι κατά την εκτέλεση της υλικής πράξης, ο πράκτορας ενεργεί στο όνομα του πρακτορευόμενου και όχι στο δικό του όνομα. Αν κατά την παροχή των υπηρεσιών του ο πράκτορας ενεργεί στο όνομα του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα θα πρόκειται και για παραγγελία, αν όμως η παραγγελία παρέχεται ως γενική υπηρεσία προς το κοινό πρόκειται για πρακτορεία. Κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ της συμβάσεως παραγγελίας και της συμβάσεως πρακτορείας αποτελεί το αν ο ενδιαμέσως συναλλασσόμενος με το μεταφορέα ενεργεί στο όνομά του ή στο όνομα του παραγγελέα. Τούτο διότι ο παραγγελέας, δικαιοπρακτώντας προς τα έξω με το όνομά του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα του, διακρίνεται από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, το μεσίτη και τον πράκτορα που αποτελούν μόνο διαμεσολαβούντα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου, τα οποία δεσμεύουν ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύουν με τον εντολέα τους.
Β. Νομική φύση πρακτορείας
- Για την πρακτορεία δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις στον ΕμπΝ, αλλά ούτε και ο ΑΚ περιέλαβε επώνυμη ρύθμιση για την πρακτορεία ως σύμβαση. Ούτε ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για τη νομική φύση της πρακτορείας υφίσταται, ο δε χαρακτηρισμός της ως εσωτερικής σχέσης εξαρτάται από την εκάστοτε συμβατική της διαμόρφωση. Οπότε ο χαρακτηρισμός της ως εσωτερική (σύμβαση)εξαρτάται από την εκάστοτε συμβατική της διαμόρφωση.
Η σχέση των πρακτόρων με τους εντολείς τους ταυτίζεται ή έστω μοιάζει, με αυτή του εμπορικού ή του παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου. Συνεπώς, εφόσον η σύμβαση πρακτορείας έχει, σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο), κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ` αυτή, οι διατάξεις, καταρχήν του ΑΚ, για την εντολή (αρθρ. 713-729). Η θεμελίωση της δράσης του πράκτορα ως πληρεξούσιου του εντολέα του πρέπει να αναζητηθεί στις διατάξεις 211 επ. του ΑΚ. Η πληρεξουσιότητα θα υπάρχει όταν η σχέση μεταξύ πράκτορα και εντολέα είναι σχέση εντολής. Στις διατάξεις περί εντολής μάλιστα ρητά, ως προς τη σύμβαση παραγγελίας, παραπέμπει το άρθρο 91 του ΕμπΝ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ΕισΝΑΚ, ενώ ήδη ορίστηκε, με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 3557/2007, ότι στις συμβάσεις αντιπροσωπείας, για την παροχή υπηρεσιών, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ/ τα 249/1993, 88/1994 και 312/1995. Επομένως οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται έκτοτε αναμφίβολα και στις συμβάσεις πρακτορείας με χαρακτήρα εμπορικής αντιπροσωπείας (ΕμπΝ 91, ΕισΝΑΚ 3, ΑΠ 1805/2007, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,ΕφΑθ. 2110/2008 ΔΕΕ 2008, 984).
- Δεν αποκλείεται βέβαια κατά περίπτωση η πρακτορεία να είναι και μίσθωση έργου (άρθρ. 681 επ. ΑΚ). Η άποψη ότι η πρακτορεία αποτελεί μίσθωση έργου στηρίζεται στην παρατήρηση ότι το σύστημα συμβάσεων υπηρεσιών του ΑΚ κάνει διάκριση ανάμεσα σε ετεροβαρείς συμβάσεις όπως είναι η σύμβαση εντολής και σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις όπως είναι η μίσθωση έργου και η μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εάν η αμοιβή καταβάλλεται στον πράκτορα μόνο για την προσπάθεια του, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, εάν καταβάλλεται για το αποτέλεσμα τότε έχουμε σύμβαση έργου. Στην εντολή δεν νοείται αμοιβή, οπότε όταν ο πράκτορας αμείβεται η σύμβαση πρακτορείας δεν μπορεί να είναι σύμβαση εντολής, παρά μόνο σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου. Άλλωστε υποστηρίζεται ότι το εμπορικό δίκαιο δεν έχει αντικείμενο τις ετεροβαρείς συμβάσεις όπως είναι η σύμβαση εντολής αλλά ορισμένες ειδικές μορφές της μίσθωσης έργου, όπως είναι οι συμβάσεις υπηρεσιών στις οποίες ανήκει και η σύμβαση πρακτορείας.
Στην εμπειρική της δηλ. εμφάνιση η πρακτορεία θα είναι συνήθως μίσθωση έργου (άρθρ. 681 επ. ΑΚ), είτε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Στην εμπειρική της εμφάνιση η πρακτορεία θα είναι συνήθως μίσθωση έργου όταν ο πράκτορας συμβάλλεται με το κοινό ως καταναλωτή. Έτσι π.χ. η ανάθεση σε ταξιδιωτικό γραφείο της οργάνωσης ταξιδιού θα είναι μίσθωση έργου. Θα είναι μίσθωση έργου όταν οφειλόμενο για τον πράκτορα έργο είναι η οργάνωση του ταξιδιού δηλαδή το ταξίδι ως ένα σύνολο παροχών συναφών με την εκτέλεσή του. Αντιθέτως, η σύμβαση του μονίμου ναυτικού πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή είναι σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, καθόσον τέτοια σύμβαση (εμπορικής αντιπροσωπείας) είναι και εκείνη κατά την οποία ανατίθεται σε τρίτο, που ονομάζετι εμπορικός αντιπρόσωπος, η μέριμνα, κατά τρόπο διαρκή στις συναλλαγές, προς διαμεσολάβηση ή κατάρτιση συμβάσεως στο όνομα του αντιπροσωπευομένου. Το κοινό προσφεύγοντας σε ένα τέτοιο ναυτικό πράκτορα, συνάπτει σύμβαση μεταφοράς επιβάτη ή πραγμάτων με τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή που συμβάλλεται εδώ με πληρεξούσιο τον πράκτορα (βλ. Θαν. Λιακόπουλου, Η σύμβαση πρακτορείας στην ΕΕμπΔ ΜΑ’ σελ. 561 επ. 578).
Συνοψίζοντας, προκύπτει ότι ούτε η θέση της θεωρίας ούτε η θέση της νομολογίας είναι ενιαία και σαφής σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης πρακτορείας, της εσωτερικής εκείνης σχέσης που συνδέει τον πράκτορα με τον εντολέα του.
Γ. Αντικείμενο πρακτορείας
Αντικείμενο της επιχείρησης πρακτορείας είναι η με αντάλλαγμα ανάληψη υποχρέωσης παροχής στο κοινό κάθε φύσης ιδιωτικών υπηρεσιών και μεσολαβητικών εξυπηρετήσεων προς το κοινό. Έτσι το περιεχόμενό της καθίσταται ευρύτατο (Παρ. Ψυχομάνης Σπ. Εμπορικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, σελ. 117, όπου η επιχείρηση πρακτορείας έχει γνωρίσει μία αδικαιολόγητη διεύρυνση και ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται στην ουσία για τίποτε άλλο παρά για εμπορική αντιπροσωπεία) από το οποίο καλύπτονται σχεδόν όλες εκείνες οι δραστηριότητες, οι οποίες αποτελούν παροχή υπηρεσιών (βλ. Ρόκας Νικ., Στοιχεία εμπορικού δικαίου (Γενικό Μέρος-Εμπορικές Συμβάσεις), σελ. 58, Σιαμπάνης Δ., Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου, σελ. 88).
Στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική μ` αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνο αυτή του άρθρ. 2 του από 2(14).5.1835 διατάγματος “περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων”, σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η επιχείρηση πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το π.δ. 229/1995 και το τροποποιητικό αυτού π.δ. 427/1995, μόνον όμως ως προς την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και όχι ως προς τη σύμβαση καθ` εαυτή της ναυτικής πρακτορείας.
- Έχει δε κριθεί ότι επιχείρηση πρακτορείας αποτελεί η διενέργεια πράξεων εκτελέσεως υποχρεώσεων του πρακτορευμένου στο όνομα του προς τρίτους, όπως είναι η παράδοση φορτίου από πράκτορα του μεταφορέα στον ναυλωτή και η πληρωμή από πράκτορα του οφειλέτη στον δανειστή του, η άσκηση δικαιωμάτων έκδοσης τιμολογίων και είσπραξη τους, η είσπραξη απαιτήσεων (π.χ factoring), η συλλογή εμπορικών πληροφοριών και συμβουλών, η διαχείριση υποθέσεων, η μέριμνα για την τοποθέτηση κεφαλαίων, η ενέργεια διαφημίσεων, η τοποθέτηση υπαλλήλων και υπηρετών, η μετάφραση ή δακτυλογράφηση εγγράφων, η διεκπεραίωση αλληλογραφίας, η κατάθεση σημάτων, η επιμέλεια απονομής δικαιωμάτων ευρισιτεχνείας, η μέριμνα για την εγγραφή συνδρομητών σε εφημερίδες και περιοδικά, η οργάνωση τελετών ή ακόμα και κηδειών, η παροχή πάσης φύσης συμβουλών και πληροφοριών ακόμα και μέσω ιδιωτικής αστυνομικής παρακολούθησης, η σύναψη συμβάσεων του πρακτορευόμενου από τον πράκτορα ως πληρεξούσιο του π.χ. τα ταξιδιωτικά γραφεία συνάπτουν συμβάσεις στο όνομα των μεταφορέων.
Πρακτορεία έτσι ασκούν οι αντιπρόσωποι, κυρίως, πώλησης βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών (ασφαλίσεως, μεταφορών, τραπεζικών εργαισών κ.λ.π.), ο διανομέας σε σύμβαση διανομής, ο δικαιοδόχος σε σύμβασης δικαιόχρησης (franchising), οι διαφημιστικές επιχειρήσεις (ΕφΘεσνικης 1005/1988 Αρμ.1988.60) τα πρακτορεία ειδήσεων, τα ταξιωδιτικά και τουριστικά γραφεία, τα γραφεία εκτελωνισμού (ΕφΑθ. 9590/1991 ΕλλΔνη 1994.465), τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, οι ασφαλιστικοί πράκτορες υπογράφοντες σχετική σύμβαση πρακτόρευσης ασφαλιστικής επιχείρησης (ΠολΠρωτ.Αθ. 2540/2010 Νόμος), τα πρακτορεία λαχείων και ΠΡΟ-ΠΟ (Εφ.Αθ. 4167/1996 ΔΕΕ 1996.797), η ιδιωτική αστυνομία, οι ναυτικοί πράκτορες (ship agent) οι οποίοι ως εντεταλμένοι στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή που διενεργεί θαλάσσιες μεταφορές, συνάπτοντας με την ιδιότητά τους αυτή συμβάσεις ναύλωσης ή θαλάσσιας μεταφοράς με τρίτα πρόσωπα (τον πλοιοκτήτη αν είναι εντολοδόχος του φορτωτή ή τον φορτωτή αν είναι εντολοδόχος του παραλήπτη) (Εφ. Πειρ. 28/2001 ΔΕΕ 2001.401) [βλ. ενδ. Γεώργιος Τριανταφυλλάκης, Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου, έκδ. 2007 Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 40-41, Ψυχομάνης Σπ.Δ. Εμπορικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ,2004 σελ. 118 επ., Παπμούκης Κ.Γ.-Παπαδρόσου/Αρχανιωτάκη Π. Εμπορικό Δίκαιο,Εισαγωγή-Θεμελιώδεις Έννοιες 2001, σελ. 156-157).
Τέλος, ο ν. 1905/1990, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2367/1995, ρυθμίζει και την σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων- Factoring (άρθρο 1 παρ. 2). Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων – Factoring είναι, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 1905/1990, μία σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα, είτε ανώνυμη εταιρία, και μιας επιχείρησης-εμπορικής εταιρίας ή και φυσικού προσώπου, που ασχολείται κατ` επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Περιεχόμενο της σύμβασης είναι ότι η εταιρία factoring (πράκτορες ή factor) αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της (εφεξής προμηθευτής), για το διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση, τη λογιστική και νομική παρακολούθηση, καθώς και την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων κατά των πελατών της (εφεξής οφειλέτες). Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του πράκτορα και του προμηθευτή είναι μία “σύμβαση πλαίσιο”, με την οποία καθορίζονται οι όροι συνεργασίας των μερών, όπως το είδος του factoring (γνήσιο ή μη γνήσιο, εμφανές ή αφανές κ.λπ.), το ανώτατο ποσό (πλαφόν) μέχρι το οποίο δέχεται ο πράκτορας να χρηματοδοτήσει τον προμηθευτή, η αμοιβή και οι προμήθειες του πράκτορα, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η εκχώρηση των απαιτήσεων κ.λπ. Η λειτουργία της σύμβασης αυτής επιτελείται με τις εκχωρήσεις των απαιτήσεων του προμηθευτή προς τον πράκτορα και τις πιστώσεις από τον τελευταίο του λογαριασμού του πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, αμέσως μετά την εκχώρηση ή μετά την είσπραξη των απαιτήσεων, ανάλογα με το είδος του factoring, που έχει συμφωνηθεί. (βλ. Απ. Γεωργιάδης, Νέες Μορφές Συμβάσεων της Σύγχρονης Οικονομίας, έκδοση 2000, σελ. 115 επ.)
Δ. Περιπτώσεις μη πρακτορείας
Οι υπηρεσίες ή πληροφορίες του πράκτορα πρέπει να παρέχονται στον κύκλο που άμεσα ή έμμεσα σχετίζεται με το εμπόριο και όχι στον κύκλο επιστημονικών, νομικών ή άλλων περιουσιακών συμφερόντων.
Δεν εμπίπτουν στην πρακτόρευση οι υπηρεσίες που παρέχουν επαγγελματίες όπως οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι αναγκαστικοί διαχειριστές επιχειρήσεων, οι σύνδικοι πτωχεύσεων και οι δικαστικοί επιμελητές, οι επίτροποι, οι κηδεμόνες (Σιαμπάνης Δ., Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 91). Επίσης, δεν είναι πρακτορεία η παροχή ελεύθερων υπηρεσιών, καλλιτεχνικών ή επιστημονικών.
Ε. Τύπος της σύμβασης πρακτορείας
Για την σύναψη σύμβασης πρακτορείας δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου. Είναι δυνατή επομένως η προφορική ή η σιωπηρή ή η προκύπτουσα από την συμπεριφορά των μερών κατάρτισή της. Αυτό δε ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις συμβάσεων πρακτορείας στις οποίες υποστηρίζεται ότι μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/91 περί εμπορικής αντιπροσωπείας, καθώς ο τύπος που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω π.δ. για την κατάρτιση της σύμβασης θα πρέπει να θεωρηθεί αποδεικτικός και όχι συστατικός. (βλ. ΕφΑθ. 2062/2009 ΔΕΕ 2010.582).
ΣΤ. Λύση της σύμβασης
Η σύμβαση πρακτορείας μπορεί να είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Στην περίπτωση που είναι ορισμένου χρόνου λήγει με την πάροδο του συμβατικά καθορισμένου χρόνου. Διαφορετικά η σύμβαση πρακτορείας μπορεί να λυθεί με καταγγελία της από τα συμβαλλόμενα μέρη χωρίς τήρηση ορισμένης προθεσμίας, όταν κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη παραλείψει να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των συμβατικών του υποχρεώσεων. Για το ποιες διατάξεις θα εφαρμοσθούν κατά την καταγγελία εξαρτάται από το πως θα χαρακτηρισθεί η σύμβαση πρακτορείας ως προς την εσωτερική σχέση δηλ. σύμβαση έργου ή εμπορικής αντιροσωπείας οπότε και θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις της ΑΚ 681 επ. και του π.δ. 219/91 αντίστοιχα.
Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. στην σύμβαση πρακτορείας, γεννάται το ζήτημα της αποζημίωσης πελατείας που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παραπάνω π.δ. Στην περίπτωση των πρακτόρων που σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην θεωρία και στην νομολογία επέχουν θέση εμπορικών αντιπροσώπων, πρέπει να γίνει λεπτομερής έρευνα για το αν συντρέχουν οι προυποθέσεις του άρθρου 9 δηλαδή αν ο πράκτορας συνέβαλε στην αύξηση της πελατείας ή στις συναλλαγές, αν ο πρακτορευόμενος παίρνει οφέλη από τις συναλλακτικές αυτές σχέσεις και μετά τη λύση της σύμβασης λαμβανόμενων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος καθώς και της ρήτρας περί μη ανταγωνισμού.