ΣΥΝΈΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΊΑ
ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ Ή ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΛΗ
Η συνέργεια αποτελεί μια μορφή συμμετοχής στο έγκλημα και προσδιορίζεται στο άρθρο 47 του ΠΚ.
«Συνεργός
Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού.» Η αλλαγή στο περιεχόμενο του ορισμού του συνεργού σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση έχει ως στόχο να καταγραφεί ως κανόνας ότι το άδικο και η ενοχή του συνεργού είναι μικρότερης έντασης έναντι εκείνων του φυσικού αυτουργού. Μόνο κατ’ εξαίρεση προβλέπεται δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει στον συνεργό την ποινή του αυτουργού με τους όρους που διατυπώνει το άρθρο , τη συνδρομή των οποίων, θα κρίνει το δικαστήριο ενόψει των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης
Συγκεκριμένα, επιπρόσθετα σε όσα διαλαμβάνονται στην ΑΠ 101/2018 για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως της άμεσης συνέργειας, (δηλ. άμεση υλική συνδρομή κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της άδικης πράξης και η συνδρομή αυτή να παρασχεθεί κατά τέτοιο τρόπο , ώστε χωρίς αυτήν να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις ), με το β’ εδάφιο του νέου άρθρου 47 του ΠΚ τίθεται και η συνθήκη για τον ορισμό του άμεσου συνεργού, η θέση από αυτόν, του αντικειμένου της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού.
Αναλύοντας την απλή συνέργεια απαιτείται πάντοτε η γνώση και βούληση (δόλος) να συνεισφέρει ο απλός συνεργός στην τέλεση της κύριας πράξης είτε ως υλική ή φυσική συνδρομή είτε ως διανοητική ή ψυχική συνδρομή πριν από ή κατά την εκτέλεση της κύριας άδικης πράξης.
Έτσι η παροχή μηχανισμού ανοίγματος χρηματοκιβωτίου από τον Α στον Β για να παραβιάσει μόνος του ο Β το χρηματοκιβώτιο αποτελεί παροχή υλικής συνδρομής πριν την τέλεση της άδικης πράξης και άρα απλή συνέργεια του Α .
Από την άλλη ψυχική ή διανοητική συνδρομή παρέχεται συνήθως κατά την τέλεση του εγκλήματος και στην περίπτωση της απλής συνέργειας προαπαιτείτε η ρητή ή η σιωπηρή ενθάρρυνση του δράστη κατά την τέλεση. Από την άλλη η απλή και μόνο παρουσία ενός προσώπου στον τόπο του εγκλήματος δεν αρκεί να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά του ως απλή συνέργεια. Έτσι κρίθηκε ως απλή συνέργεια από τον Άρειο Πάγο η περίπτωση γυναίκας που παραβρίσκονταν στον τόπο του εγκλήματος και βοήθησε στη φυγάδευση του εραστή της όταν αυτός προσπάθησε να φονεύσει τον πρώην εραστή της που την ενοχλούσε, διότι κρίθηκε ότι ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων και του τρόπου που έδρασε στήριζε ψυχικά και ενθάρρυνε σιωπηρά τον εραστή της να προχωρήσει στην πράξη του φόνου την οποία δεν φρόντισε ενώ μπορούσε να αποτρέψει.
ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑ – ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗΚΕΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Ως ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑΣ
- Εισαγωγή στην προβληματική
Επειδή από το νόμο προβλέπεται διαφορετική ποινική μεταχείριση συναυτουργού και συνεργού υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που η ελληνική νομική θεωρία αντιλαμβάνεται ως περιπτώσεις άμεσης ή απλής συνέργειας ο Άρειος Πάγος ή η Γερμανική νομική θεωρία κ αι νομολογία αντιλαμβάνονται ως περιπτώσεις συναυτουργίας. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν περιπτώσεις που αν και τα πράγματα δείχνουν άμεση συνέργεια που τελέστηκε με ενέργεια ή παράλειψη κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος θα μπορούσε να είναι και συναυτουργία έστω και αν δεν πραγματώνεται κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
- Η θέση της Ελληνικής Νομικής θεωρίας στο προϊσχύσαν δίκαιο
Η διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ τόσο του παλιότερου ΠΚ όσο και του άρθρου 45 του νέου ΠΚ (Συναυτουργοί: Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλο ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός.) αφορά περιπτώσεις στις οποίες οι δράστες κατανέμουν μεταξύ τους το εγκληματικό έργο δηλ. σε περιπτώσεις συναυτουργίας με κατανομή εργασίας.
O όρος «από κοινού» περιέχει την έννοια τόσο της συνεκτέλεσης, δηλαδή της σύμπραξη δύο ή περισσότερων προσώπων κατά τη τέλεση πράξης που πληροί όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, όσο και την έννοια της συναπόφασης (κοινό δόλο) για την τέλεση του εγκλήματος που αποτελεί και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Ειδικότερα η συνεκτέλεση διαπιστώνεται όταν ο κάθε ένας από τους δράστες πραγματώνει μόνος του όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης ή ο κάθε ένας ένα μέρος με διαδοχικές ή ταυτόχρονες ενέργειες αλλά πάντα συγκλίνουσες. Η συναπόφαση από την άλλη σημαίνει κοινό διπλό δόλο των συναυτουργών δηλαδή γνώση και βούληση ως προς τη παράσταση του κάθε ένα στη διάπραξη του εγκλήματος αλλά και την ταυτόχρονη αντίληψη του ότι συμπράττει με τους άλλους στη διάπραξη του εγκλήματος και ότι και οι άλλοι επίσης έχουν τον ίδιο διπλό δόλο. Η συναπόφαση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή πριν από την τέλεση της πράξης όσο και κατά τη διάρκεια της και προσδιορίζει και οριοθετεί και την έκταση της ευθύνης των συναυτουργών .
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ελληνική νομική θεωρία απορρίπτει τη συναυτουργία και δεν τη δέχεται στην περίπτωση κατά την οποία αν και υπάρχει κοινός δόλος ή συναπόφαση , δεν υφίσταται συνεκτέλεση με τη σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων προσώπων αλλά διαπιστώνεται μόνον εκτέλεση πραγμάτωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αποκλειστικά από τον ένα μόνο των συμμετεχόντων.
Έτσι στην ελληνική νομική θεωρία :
- Ο Λεωνίδας Κοτσαλής υποστηρίζει τη διττή υπόσταση της συναυτουργίας , δηλαδή την τυπική ή πλήρης συναυτουργία όπου η πράξη κάθε συναυτουργού πληροί αυτοτελώς την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και την ουσιαστική συναυτουργία κατά την οποία η πράξη κάθε συναυτουργού συνιστά τμήμα μόνο της συνολικής πράξης που πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος . Η τοποθέτηση αυτή ακολουθεί την «τυπική αντικειμενική» θεωρία προσέγγισης του ΠΚ σύμφωνα με την οποία καμία πράξη δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυτουργία αν δεν πληροί έστω εν μέρει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
- Ανδρουλάκης . Συναυτουργία υπάρχει όταν καθένας από τους συνεργαζόμενους συμμετέχει με πράξη που συνιστά έστω και εν μέρει εκτέλεση του εγκλήματος ή συνιστά «αρχή εκτέλεσης» Συγκεκριμένα πρέπει στον καθένα από τους συναυτουργούς να συντρέχουν και τα τυχόν πρόσθετα υποκειμενικά στοιχεία που αξιώνει ο οικείος νόμος , προεχόντως η επιδίωξη ενός περαιτέρω αποτελέσματος διαφορετικά η σύμπραξη στην προπαρασκευή εγκλήματος δε μπορεί να θεμελιώσει συναυτουργία ακόμη κι αν έχει βαρύνουσα σημασία.
- Χρίστος Μυλωνόπουλος Το αντικειμενικό minimum που η τυπική αντικειμενική θεωρία απαιτεί , δηλαδή ότι συναυτουργός είναι όποιος πραγματώνει τουλάχιστον ένα μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν μπορεί να είναι οποιαδήποτε συμβολή στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος διότι τότε θα οδηγούμασταν στην παραδοχή ότι οποιαδήποτε συμβολή πριν την κύρια πράξη είναι συναυτουργία αλλά και ότι οποιαδήποτε μορφή κυριαρχίας στην πράξη αρκεί για να χαρακτηρισθεί κάποιος συναυτουργός.
- Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης Η πράξη εκάστου συναυτουργού πρέπει να είναι τυποποιημένη στη νομοτυπική υπόσταση του σχετικού εγκλήματος και δεν είναι απαραίτητο ο συνεργαζόμενος για να χαρακτηριστεί ως συναυτουργός να έχει πραγματώσει όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος αλλά αρκεί να έχει πραγματώσει ένα ή μερικά από αυτά .
- Κωνσταντίνος Βαθιώτης Η διατύπωση του άρθρου 45 και η φράση «τέλεσαν από κοινού» αξιώνει εκτέλεση της οικείας αξιόποινης πράξης συνεπώς η υπαγωγή σε αυτές τις διατάξεις κάποιου που δεν εκτελεί αλλά το πολύ να παρέχει αντικειμενικά κάποιου είδους συνδρομής ή βοήθειας στον εκτελούντα ενέχει προσβολή του αξιώματος nullum crimen sine lege
Η υιοθέτηση της παραπάνω θέσης από την ελληνική νομική θεωρία αποκλείει από τις περιπτώσεις συναυτουργίας τις προπαρασκευαστικές , υποστηρικτικές ή και βοηθητικές πράξεις που συμβάλλουν στην τέλεση του εγκλήματος δηλαδή στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Δηλαδή η ελληνική νομική θεωρία χρησιμοποιεί τυπικά ή τυπολογικά κριτήρια για τη διάγνωση των μορφών και περιπτώσεων συμμετοχής σ’ένα έγκλημα με αποτέλεσμα να μην ερευνά την ουσία και να καταλήγει στη θεώρηση κάποιων συμπεριφορών ως μορφών απλής συνέργειας που τιμωρούνται με μειωμένη ποινή αν και αυτές αποτελούν συναυτουργία. Η παραπάνω προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορετική μεταχείριση δραστών που συνέβαλαν με κοινές ενέργειες και με κοινό δόλο , ισότιμα συγκυριαρχικά και με κοινό συμφέρον στην προσβολή έννομου αγαθού.
Η λεκτική ή γλωσσική διατύπωση του άρθρου 45 του νέου ΠΚ και το δυνητικό νόημα που προκύπτει από αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην πραγμάτωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση . Αν και υπάρχει διάσταση μεταξύ της αιτιολόγησης και της διατύπωσης του αρθ 45 του νέου ΠΚ, από τη στιγμή της ψήφισης του νόμου αυτό αποκόπτεται και απελευθερώνεται από τη βούληση και το πνεύμα του ιστορικού νομοθέτη .
- Η θέση του Αρείου Πάγου
Αυτό που παρατηρούμε μελετώντας αποφάσεις του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το προϊσχύσαν είναι ότι δεν υπάρχει ενιαία και αποκρυσταλλωμένη αντιμετώπιση της έννοιας της σύμπραξης ή συνεκτέλεσης που είναι το αντικειμενικό στοιχείο της συναυτουργίας, έτσι υπάρχουν αποφάσεις που το Δικαστήριο δέχεται την συναυτουργία ενώ ο συναυτουργός δεν πραγματώνει έστω εν μέρει στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
Έτσι στην απόφαση ΑΠ 742/2007 δέχεται τη συναυτουργία της Α που επιτηρούσε το χώρο ενώ η Ζ αφαιρούσε τα χρηματικά ποσά από το χρηματοκιβώτιο τα οποία είχαν συναποφασίσει ενεργώντας με κοινό δόλο να αφαιρέσουν και να μοιραστούν μεταξύ τους
Επίσης στις αποφάσεις ΑΠ 945/2006,944/2016,1240/2016 και 1683/2007 το Δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 45 προσδιορίζει ότι η έννοια της σύμπραξης στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμέτοχων , ταυτόχρονες ή διαδοχικές αρκεί να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων έκρινε τοι Δικαστήριο τη συναυτουργία χωρίς να είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η δράση του καθενός από τους συναυτουργούς.. Βέβαια υπάρχουν και αντικρουόμενες αποφάσεις όπως οι 103/2006 και η 950/2007 όπου στη μεν πρώτη ο ¨Άρειος Πάγος απαίτησε για να είναι κάποιος συναυτουργός σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής να έχει θέσει την υπογραφή του σε αυτήν ως εκδότης , ενώ στην δεύτερη δεν απαιτεί το ίδιο πράγμα πρόδηλα λαβών υπόψη το κοινό συμφέρον.
Βέβαια , στις 584/2015 , 50/1990, 701/200, 1082/2016 αποφάσεις του Αρείου Πάγου γίνεται δεκτό ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας μπορεί να τελεσθεί κατά συναυτουργία και χωρίς να έχουν συμπράξει αντικειμενικά οι φερόμενοι ως συναυτουργοί. Απαραίτητος όρος σε αυτή την περίπτωση είναι η ύπαρξη στο συναυτουργό της γνώσης της πρόθεσης του άλλου για τέλεση της ίδιας πράξης και η βούληση της σύμπραξης με αυτόν (κοινός δόλος) με σκοπό την παραπλάνηση του θύματος και το παράνομο περιουσιακό όφελος. χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι ενέργειες εκάστου των συναυτουργών .
Επιπρόσθετα , να επισημανθεί ότι υπάρχουν αποφάσεις στις οποίες ο ¨Άρειος Πάγος δέχθηκε τέλεση του εγκλήματος κατά συναυτουργία με βάση μόνο το υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου ή της συναπόφασης αν και έλειπε το αντικειμενικό στοιχείο της σύμπραξης , δηλαδή της συνεκτέλεσης .Έτσι στις 544/2002, 1334,/89,1699/1985,1338/2005,1704/1984, 916/2008, 1588/2000 κ.α. ο ¨Άρειος Πάγος δέχεται ως συναυτουργούς το δράστη που σχεδίασε την απαγωγή και έδινε στοιχεία στους απαγωγείς σχετικά με τις κινήσεις του θύματος, την υπάλληλο του γραφείου μισθοδοσίας που κατήρτιζε τις μισθοδοτικές καταστάσεις (προπαρασκευαστικές και βοηθητικές πράξεις) και τις παρέδιδε στον ταμία για να πάρει την έγκριση των Προϊσταμένων για να εισπράξουν ποσά μεγαλύτερα και να τα μοιραστούν, οι γιατροί του ΙΚΑ για έκδοση ιατρικών συνταγών (προπαρασκευαστικές και βοηθητικές πράξεις) σε ανύπαρκτα άτομα και οι φαρμακοποιοί που τις εκτελούσαν εισέπρατταν το τίμημα και καρπώνονταν το όφελος όλοι οι συμπράττοντες, ο Β που αν και δε συμμετείχε στην κλοπή μοτοσικλέτας αλλά συναποφάσισε με τον Α να την κλέψουν και την πήρε και έφυγε, η Β που μετά από συναπόφαση για κλοπή με τους Α και Γ τους περίμενε στο αυτοκίνητο για να τους βοηθήσει να διαφύγουν με τα πράγματα που αφαίρεσαν εργοστάσιο και ο Β που συναποφάσισε μαζί με τους λοιπούς συμμετέχοντες να ληστέψουν τράπεζα και να μοιραστούν τη λεία και φρόντισε να βρίσκεται κλεμμένο αυτοκίνητο με αναμμένη μηχανή έξω από τράπεζα για να επιβιβαστούν σε αυτό οι δράστες της ληστείας ενώ αυτός απομακρύνθηκε .
Κατόπιν των παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι Ο Άρειος Πάγος με πολλές αποφάσεις του έχει δεχθεί εν τοις πράγμασιν ως Τρίτη μορφή συνεκτέλεσης αυτήν κατά την οποία ένας μόνο εκ των συναυτουργών πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος εφόσον οι λοιποί συμμετείχαν στην συναπόφαση για την τέλεση του εγκλήματος και υπήρχε στο πρόσωπο τους το κίνητρο του χρηματικού οφέλους και επιπλέον υποστήριξαν το δράστη της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος κατά τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς την υποστήριξη αυτή να η τέλεση και η ολοκλήρωση της πράξης να μην είναι δυνατή κάτω από τρις συνθήκες που διαπράχθηκε. Δεχόμενος την παραπάνω σκέψη ο Άρειος Πάγος αποκλείει μορφές συμμετοχής με ηπιότερες ποινές ( συνέργεια) και ανταποκρίνεται πλήρως στο γλωσσικά ή λεκτικά δυνατό νόημα της διάταξης του άρθρου 45 του νέου ΠΚ.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Στη διάταξη 25 παρ. 2 του γερμανικού ποινικού κώδικα ορίζεται ότι: « Εάν περισσότεροι τελούν την αξιόποινη πράξη από κοινού , τότε καθένας τιμωρείται ως αυτουργός (συναυτουργός).» έτσι και σύμφωνα με τα παραπάνω από την άποψη του αντικειμενικού στοιχείου της συναυτουργίας ο καθένας από τους συναυτουργούς θα πρέπει να παρέχει μια προαγωγική για την τέλεση του εγκλήματος συνεισφορά στην αξιόποινη πράξη στα πλαίσια της συναπόφασης ή του κοινού δόλου. Βέβαια σύμφωνα με την κρατούσα άποψη της θεωρίας και της νομολογίας αρκεί με βάση την κοινή βούληση και η επιχείρηση μιας μόνο προπαρασκευαστικής ή υποστηρικτικής ή και βοηθητικής πράξης ενώ ακόμη και μια διανοητική συνεργασία χωρίς τις οποίες όμως θα ήταν αδύνατη υπό ορισμένες περιστάσεις η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για να χαρακτηριστεί κάποιος ως συναυτουργός. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να χαρακτηριστεί συναυτουργός χωρίς να συμμετέχει στην εκτέλεση της πράξης . Έτσι λοιπόν στην περίπτωση της διανοητικής συνεργασίας ο συναυτουργός ασκεί λειτουργική κυριαρχία πάνω στην πράξη διότι αν και δε συμμετέχει στην τέλεση της πράξης συμμετείχε στην συνδιαμόρφωση και στο σχεδιασμό της κατά τέτοιο τρόπο που να κυριαρχεί σε αυτή με την έννοια ότι μπορεί σε κάθε περίπτωση να αναστείλει ή να ματαιώσει την τέλεση της.΄Ετσι συναυτουργός χαρακτηρίζεται όχι μόνο αυτός που μαζί με άλλους αφαιρεί κινητό πράγμα αλλά και ο αρχηγός της ομάδας που επεξεργάζεται το σχέδιο δράσης και διαφυγής και κατευθύνει την ομάδα ακόμη και τηλεφωνικά.
Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο προσδιορίζει τη διαφορά μεταξύ συνέργειας και συναυτουργίας ορίζοντας ότι συναυτουργία υπάρχει όταν ο συμμέτοχος δε θέλει απλώς να προάγει ξένη συμπεριφορά αλλά αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή του ως συμπλήρωση της συμμετοχής του άλλου σε μια κοινή δραστηριότητα , αυτή της τέλεσης του εγκλήματος. Το αν ο συμμέτοχος έχει αυτή την αντίληψη και πρόθεση για την δράση του κρίνεται με βάση τις συνολικές περιστάσεις και μπορεί τα κριτήρια να είναι ο βαθμός του ίδιου συμφέροντος στο αποτέλεσμα της αξιόποινης πράξης , στην έκταση της συμμετοχής και στην κυριαρχία πάνω στην πράξη ή στη βούληση για κυριαρχία έτσι ώστε τόσο η εκτέλεση όσο και η έκβαση της πράξης να εξαρτώνται καθοριστικά από τη βούληση του συμμέτοχου. Ο συναυτουργός δηλαδή είναι ισότιμος με τους άλλους και φορέας ίσων δικαιωμάτων ως προς το αποτέλεσμα της αξιόποινης πράξης σε αντίθεση με το συνεργό ο οποίος συμμετέχει με δραστηριότητα παράπλευρη και κατώτερης σημασίας.
Έτσι ο αρχηγός συμμορίας ο οποίος συνέταξε το σχέδιο του εγκλήματος και προσδιόρισε την εκτέλεση του με όλες τις λεπτομέρειες αναλαμβάνοντας έτσι κατευθυντήριο ρόλο είναι βέβαιο, ακόμη κι αν δε συμμετείχε στο στάδιο της εκτελέσεως, ότι με αυτή του τη δραστηριότητα συνδιαμόρφωσε ουσιωδώς τη διαδρομή της αξιόποινης πράξης έτσι ώστε το αποτέλεσμα αυτής να είναι το αποτέλεσμα της ενσυνείδητης και ηθελημένης συνεργασίας με τους συνεργάτες του . Δηλαδή παρά το γεγονός ότι μπορεί και να μη συμμετέχει στο στάδιο εκτελέσεως του εγκλήματος η προγενέστερη δράση του και συνεισφορά επενεργεί κατά τη διάρκεια της τέλεσης της αξιόποινης πράξης και γι’ αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται ως συναυτουργός και όχι ηθικός αυτουργός ή απλά συνεργός.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω σχετικά με την έννοια και το περιεχόμενο της συνεκτέλεσης ως αντικειμενικού στοιχείου της συναυτουργίας κατά την γερμανική νομολογία και νομική θεωρία μπορούμε αβίαστα να συνάγουμε ότι συνεκτέλεση μπορεί να υπάρξει ακόμη και όταν κάποιο πρόσωπο δεν πραγματώνει κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος με την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί συναπόφαση με τους άλλους συμμετέχοντες και κοινή αντίληψη για το ρόλο του άλλου στην τέλεση της αξιόποινης πράξης . Κατά αυτή τη προσέγγιση αρκεί μια προπαρασκευαστική ή υποστηρικτική ή και βοηθητική πράξη ακόμα και καθαρά διανοητική συνεργασία που υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να μπορεί να θεμελιώσει συναυτουργία στο πρόσωπο κάποιου συμμετέχοντα. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση ουσιαστικά κριτήρια για το αν οι παραπάνω πράξεις μπορεί να θεμελιώσουν συναυτουργία είναι οι ιδιαίτερες περιστάσεις που προσδιορίζονται από : 1) τη συμμετοχή του ατόμου στο συνδιαμορφωτικό σχεδιασμό του εγκλήματος 2) το βαθμό του ίδιου συμφέροντος στο αποτέλεσμα της αξιόποινης πράξης 3) τη βούληση να είναι ο συμμέτοχος ισότιμος εταίρος με τους άλλους με ίσα δικαιώματα , 4) την έκταση της συμμετοχής του στην πράξη με τις παραπάνω περιγραφόμενες πράξεις, 5) την συγκυριαρχία του πάνω στην πράξη δηλαδή το βαθμό στον οποίο η διεκπεραίωση – εκτέλεση και έκβαση της αξιόποινης πράξης εξαρτώνται καθοριστικά από τη βούληση και αυτού του συμμέτοχου 6) το βαθμό που η συμμετοχή του είναι αποτέλεσμα ενσυνείδητης και ηθελημένης συνεργασίας με τους συνεργάτες του στην τέλεση μιας κοινής πράξης που είναι και δικό του έργο και τέλος 7) το βαθμό που η προγενέστερα παρασχεθείσα συνεισφορά, στα πλαίσια της συναπόφασης , εξακολουθεί να επενεργεί κατά τη διάρκεια της τέλεσης του εγκλήματος.
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω ο συνεργός συμμετέχει στο έγκλημα όταν προβαίνει (αν και έχει τη γνώση και τη βούληση ότι συνδράμει στον αυτουργό στη τέλεση του εγκλήματος) σε μια κατώτερης σημασίας δραστηριότητα σε σχέση με την κύρια πράξη και δεν έχει το ίδιο με τον αυτουργό προσδοκώμενο υλικό ή άλλο συμφέρον από την επίτευξη της αξιόποινης πράξης και με αυτό τον τρόπο καθίσταται περιθωριακή φυσιογνωμία στο έγκλημα.
Η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι αντιφατική. Μετά την απόφαση του ΑΠ ολ 50/1990 η οποία δεν απαίτησε σε υπόθεση πλαστογραφίας εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε συναυτουργού δεχόμενη ως κριτήριο ότι άπαντες των συναυτουργών τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος ακολούθησαν και άλλες αποφάσεις όπως π.χ. η απόφαση ΑΠ 1588/2020 η οποία δέχθηκε με το κριτήριο της ίσης συμμετοχής στη λεία που θα αποκόμιζαν από τη ληστεία και κρίθηκε ως συναυτουργός αυτός ο οποίος περίμενε έξω από την Τράπεζα με αναμμένη μηχανή να φυγαδεύσει τους δράστες της ληστείας ή και η απόφαση ΑΠ 742/2007 η οποία χαρακτήρισε ως συναυτουργό αυτήν που επιτηρούσε το χώρο έτσι ώστε η άλλη συμμετέχουσα να αφαιρέσει από το χρηματοκιβώτιο το χρηματικό ποσό. Υπάρχει πλήθος αποφάσεων με παρόμοιο σκεπτικό σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε να πούμε ότι ο Άρειος Πάγος έχει δεχθεί κατά πάγια νομολογία και Τρίτη μορφή συνεκτέλεσης στη συναυτουργία που δε συνίσταται στην πραγμάτωση από το συναυτουργό κάποιου μέρους της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και κατά αυτό τον τρόπο εναρμονίζεται με τη γερμανική νομολογία και νομική θεωρία. Η διατύπωση που συνήθως χρησιμοποιεί Ο Άρειος Πάγος συμπεριλαμβάνει τη διατύπωση « ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμέτοχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές» και με αυτό τον τρόπο περικλείει στον παραπάνω προσδιορισμό τόσο την περίπτωση της συνεκτέλεσης με κατανομή εργασίας αλλά και την περίπτωση της συνεκτέλεσης με προπαρασκευαστικές ή υποστηρικτικές ή και βοηθητικές πράξεις που δεν πραγματώνουν όμως κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Με αυτό τον τρόπο πετυχαίνετε μια διασταλτική ερμηνεία της γραμματικής διατύπωσης του άρθρου 45 τόσο του νέου όσο και του παλαιού ΠΚ που όμως συμπλέει με τη γερμανική διάταξη. Κατόπιν των παραπάνω μπορούμε να μιλάμε για τρείς μορφές συνεκτέλεσης στη συναυτουργία διότι σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγηθούμε στην απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη για την έννομη τάξη περίσταση της άνισης μεταχείρισης ουσιωδώς παρόμοιων καταστάσεων που προσβάλει την αρχή της ισότητας και την ιδέα της ουσιαστικής δικαιοσύνης, καθώς δύο οι περισσότεροι συμμετέχοντες ουσιαστικά στο ίδιο έγκλημα και έχοντες κυριαρχία πάνω σε αυτό μπορεί να καταδικαστούν με διαφορετικές ποινές απλά επειδή στο πρόσωπο του ενός ή περισσοτέρων παρατηρείται έλλειμα εκτελέσεως δηλαδή συμμετοχής τους στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Καταλήγουμε έτσι η με καθαρά τυπολογικά κριτήρια προσέγγιση της διατύπωσης του άρθρου 45 να αγνοεί ουσιαστικά και σημαντικά κριτήρια και στοιχεία της υπόθεσης και να μην αποδίδεται τελικά ουσιαστική δικαιοσύνη.
Απαντήσεις σε παραδείγματα
Κατόπιν των παραπάνω ο Α ο οποίος χορηγεί εν γνώσει του ψευδή βεβαίωση γνησιότητας ζωγραφικού πίνακα στον Β και αυτός εν γνώση του τη παρουσιάζει στο Γ συλλέκτη έργων τέχνης και του πουλά πλαστό πίνακα , κρίνεται ως συναυτουργός διότι με την προπαρασκευαστική του αυτή πράξη, αφενός έχει κυριαρχία πάνω στο έγκλημα μια και θα μπορούσε να το ματαιώσει με τη μη χορήγηση της βεβαίωσης άρα επενεργεί πάνω στην πραγμάτωση του σαν να ήταν παρών στην πώληση και να ψευδολογούσε και αφετέρου μοιράστηκε από κοινού το χρηματικό αποτέλεσμα της πώλησης άρα είχε όφελος και συμφέρον από την τέλεση της.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Α που παρέχει στο Β προς πώληση σε τρίτους πιστά αντίγραφα γνωστών πινάκων ή και εικόνες έτσι κατασκευασμένες που να μοιάζουν με εικόνες άλλης εποχής (π.χ. βυζαντινές) . Ο κοινός σχεδιασμός , η εξίσου διανομή των παράνομων κερδών μεταξύ Α και Β και η παροχή του Πίνακα από τον Α αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη και θεμελιώνει τη συγκυριαρχία του Α πάνω στην τέλεση της απάτης καθιστώντας τον έτσι συναυτουργό.
Είναι επίσης συναυτουργός και ο Α , ο οποίος συναποφάσισε με το Β να κλέψουν διαμάντι από οικία και να μοιραστούν το παράνομο όφελος από την πώληση του , ακόμη και αν απλά παρευρίσκονταν στην κλοπή υποστηρίζοντας ηθικά τον Β χωρίς να έχει καν αγγίξει το διαμάντι .
Στην περίπτωση της διάθεσης ακάλυπτων επιταγών του ομόρρυθμου εταίρου Α που φέρουν την υπογραφή του από τον ομόρρυθμο εταίρο Β για την αγορά προϊόντων από χονδρέμπορους, ο Α είναι συναυτουργός διότι χωρίς τη σύμπραξη του δε θα μπορούσε να πραγματωθεί η απάτη από το Β συνεπώς διαθέτει συγκυριαρχία πάνω στη τέλεση της απάτης η οποία είναι και δικό του έργο γεγονός που ενισχύεται από την εξίσου διανομή κερδών.
Με την απόφαση ΑΠ 1588/2000 κρίθηκε ως συναυτουργός ο Α που ως οδηγός και με ετοιμότητα για ένοπλη επέμβαση εάν χρειαστεί, οδήγησε τον Β να εκτελέσει συμβόλαιο θανάτου εις βάρος του Γ και μετά τον φυγάδευσε με το αυτοκίνητο, θεωρώντας την παραπάνω συμπεριφορά του Α ως υποστηρικτική κάλυψη στον κύριο εκτελεστή με υλική και ψυχική συνδρομή. Βασικό κριτήριο της απόδειξης της συγκυριαρχίας του Α πάνω στην πράξη είναι το γεγονός ΄΄ότι ο συναυτουργός οδηγός θα μπορούσε αν ήθελε να ματαιώσει την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος , εγκαταλείποντας τον κύριο εκτελεστή μόλις αυτός αποβιβαζόταν από το όχημα και κατά πάσα πιθανότητα αυτός δε θα αποφάσιζε τελικά την τέλεση του εγκλήματος . Βέβαια σημαντικό στοιχείο και εδώ είναι ο συνδιαμορφωτικός σχεδιασμός του εγκλήματος και το κριτήριο της ίσης συμμετοχής στη λεία.
Προπαρασκευαστική , υποστηρικτική και βοηθητική χαρακτηρίστηκε η συμπεριφορά φερόμενου ως συναυτουργού ο οποίος κατόπιν κοινού σχεδιασμού με τον Β παρέσυρε το θύμα σε εξοχική κατοικία παραπλανώντας το, του χορήγησε υπνωτικά χάπια για να έρθει μετά ο Β ο οποίος τον θανάτωσε ενώ ο Α έμεινε απαθής καθ’ όλη τη διάρκεια των θανάσιμων βασανιστηρίων. Ο Α δε θα μπορούσε να κριθεί παρά μόνο συναυτουργός και σε καμία περίπτωση απλός συνεργός διότι ο Α είναι ταυτόχρονα και αυτουργός ανθρωποκτονίας με πρόθεση δια παραλείψεως επειδή είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εκείνη τη στιγμή να προβεί σε διασωστική ενέργεια παρεμπόδισης και αποτροπής του θανατηφόρου αποτελέσματος πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν έκανε . Προφανώς θα ήταν παράδοξο και αδιανόητο η ίδια συμπεριφορά ενός προσώπου στον ίδιο χρόνο και τόπο να αξιολογείται διαφορετικά από τον ποινικό νόμο.
Στην περίπτωση των Α και Β συζύγων που έχοντας κοινό πόθο την εκδίκηση και σκοπό την ηθική και ψυχική ταλαιπωρία του καθηγητή Γ που βαθμολόγησε χαμηλά το γιό τους, συναποφάσισαν την γραπτή αναφορά στο Υπουργείο με ψευδή γεγονότα, ο Α ο σύζυγος που λόγο των ιδιαίτερων ικανοτήτων και γνώσεων του συντάσσει την αναφορά είναι ο ουσιαστικός (συν-) αυτουργός ενώ η σύζυγος Β που απλά την υπογράφει τυπικά και μόνο είναι αυτουργός.
Περαιτέρω Ο Α που παρέχει οικονομική υποστήριξη στο Β για την προμήθεια όσων χρειάζεται για την καλλιέργεια κάνναβης και παράλληλα εξασφάλισε και τους πελάτες για την αγορά των προϊόντων είναι συναυτουργός διότι αν και δε συμμετείχε καθόλου στην πραγμάτωση της καλλιέργειας συγκομιδής ή αποθήκευσης της κάνναβης εντούτοις η συμπεριφορά του υπήρξε ο απολύτως αναγκαίος όρος της εγκληματικής δραστηριότητας του Β έτσι ώστε ο Α να έχει την συγκυριαρχία πάνω στις πράξεις του Β.
Τέλος οι Β και Γ που τοποθέτησαν εκρηκτικό μηχανισμό και παρέσυραν το θύμα Δ στη σωστή χρονική στιγμή στο αυτοκίνητο για να τον πυροδοτήσει ο Α με τηλεχειριστήριο και αυτός να σκοτωθεί είναι και οι δύο συναυτουργοί διότι χωρίς τις προπαρασκευαστικές , υποστηρικτικές και βοηθητικές ενέργειες τους δεν θα μπορούσε να πραγματωθεί το έγκλημα στο οποίο όλοι οι συμμετέχοντες βέβαια δεν είχαν καμία επαφή με το σώμα του θύματος. Είναι αυταπόδεικτο από τη συμπεριφορά τους επίσης ότι οι Β και Γ συνδιαμόρφωσαν , συμφώνησαν και εκτέλεσαν κοινό σχέδιο με τον Α , έχουν τη συγκυριαρχία στην τέλεση η οποία εξαρτάται καθοριστικά από τη βούληση τους.