Το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 469 Π.Κ.

Το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 469 Π.Κ.

 

Α. Η μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 Ν. 1882/1990)

 

Το ελληνικό Δημόσιο διαθέτει πλείστους τρόπους προστασίας από τους οφειλέτες του. Από την μία έχουν προβλεφθεί διοικητικές κυρώσεις και παράλληλη αναζήτηση των οφειλόμενων ποσών μέσω της διοικητικής διαδικασίας και από την άλλη υπάρχει η νομοθετική πρόβλεψη περί επιβολής ποινής φυλάκισης, η οποία θεσπίστηκε με το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990.

 

Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίστηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους.

 

Μετά από πολλές τροποποιήσεις από το 1990 που ψηφίσθηκε ο ανωτέρω Νόμος, πλέον σύμφωνα με το άρθρο 25§1, όποιος δεν καταβάλλει τις βεβαιωμένες οφειλές του προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις αλλά και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για περισσότερους από 4 μήνες τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, η οποία κλιμακώνεται ανάλογα με το ποσό της οφειλής.

 

Δηλαδή, όταν το συνολικό χρέος ανεξαρτήτως γενεσιουργού αιτίας με τους τόκους, προσαυξήσεις και επιβαρύνσεις υπερβαίνει το ποσό 100.000 ευρώ, μέχρι και την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, τότε επιβάλλεται φυλάκισης 1 τουλάχιστον έτους. Αντίθετα, αν το συνολικό ποσό χρέους υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, τότε επιβάλλεται φυλάκιση 3 τουλάχιστον ετών.

 

Η ποινική δίωξη του οφειλέτη ασκείται ύστερα από αίτηση του αρμοδίου Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από πίνακα χρεών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι τόκοι, προσαυξήσεις και επιβαρύνσεις.

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω, στο άρθρο 25 Ν. 1882/1990 θεμελιώνεται το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία είναι βεβαιωμένα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η γενεσιουργός αιτία και η φύση των χρεών. Σε αυτές τις περιπτώσεις το αξιόποινο κλιμακώνεται με βάση το οφειλόμενο ποσό, το οποίο υπολογίζεται αθροιστικά και προσδιορίζεται αθροιστικά και ενιαία κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα χρεών.

 

Σημειωτέο, δε, ότι σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, αν η απαίτηση του Δημοσίου εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό, το ανωτέρω αδίκημα μπορεί να κριθεί ατιμώρητο.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 72§2 του Ν. 4174/2014, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015, ορίζεται ότι όταν έχουν εκδοθεί αποφάσεις από ποινικά δικαστήρια για οφειλές κάτω του ποσού των 100.000 ευρώ και αυτές δεν έχουν εκτελεστεί μέχρι και την ημερομηνία δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, ήτοι στις 17/10/2015, δεν εκτελούνται, ενώ αν έχει ήδη αρχίσει η εκτέλεσή τους, αυτή διακόπτεται.

 

Ακόμα, στο ίδιο άρθρο[1] ορίζεται ότι οι αιτήσεις των προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. για οφειλές κάτω του ποσού των 100.000 ευρώ, οι οποίες είναι σε εκκρεμότητα, δεν εισάγονται καν για συζήτηση, ενώ η αναστολή της παραγραφής των ανωτέρω οφειλών, για τα οποία έχει ήδη υποβληθεί η προβλεπόμενη αίτηση ποινικής δίωξης, λήγει την ημερομηνία δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, ήτοι την 17/10/2015 και αυτή συνεχίζεται και δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο έτους από τη λήξη της αναστολής.

 

Όλα τα ανωτέρω ισχύουν για ιδιώτες οφειλέτες του Δημοσίου. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 προβλέπεται και η επιβολή των ως άνω περιγραφόμενων ποινών όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα.

 

Δηλαδή, όταν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, η ποινική δίωξη για την μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και προς τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ασκείται, είτε σωρευτικά είτε όχι, στον εκάστοτε πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ή στον διευθύνοντα ή εντεταλμένο ή συμπράττοντα σύμβουλο ή στον γενικό διευθυντή ή σε κάθε πρόσωπο που είναι υπεύθυνο από τον νόμο ή από ιδιωτική βούληση ή ακόμα και από δικαστική απόφαση ως προς την διοίκηση ή διαχείριση της εταιρείας. Σε περίπτωση έλλειψης των παραπάνω προσώπων, η ποινική δίωξη ασκείται κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, εάν αποδεικνύεται ότι ασκούν εν τοις πράγμασι συνεχόμενα ή έστω προσωρινά την διοίκηση ή διαχείριση της εταιρείας[2].

 

Από την άλλη, όταν πρόκειται για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία,  η ποινική δίωξη ασκείται, σωρευτικά ή μη, στον ομόρρυθμο εταίρο και στον διαχειριστή της εταιρείας, ενώ για εταιρία περιορισμένης ευθύνης μόνο στον διαχειριστή της, ακόμα και όταν ελλείπει ή απουσιάζει για πάν λόγο[3].

 

Ακόμα, όταν πρόκειται για συνεταιρισμό[4], η ποινική δίωξη ασκείται, σωρευτικά ή μη, στον πρόεδρο ή στον γραμματέα ή στον ταμία ή στον διαχειριστή της, ενώ για κοινοπραξία, κοινωνία, αστική εταιρεία[5] που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στον εκπρόσωπό τους ή στα μέλη τους και όταν πρόκειται για συμμετοχική ή αφανή εταιρεία, η ποινική δίωξη επιβάλλεται μόνο στους εκπροσώπους τους.

 

Τέλος, όταν πρόκειται για αλλοδαπή επιχείρηση ή για κάθε είδους αλλοδαπό οργανισμό εν γένει, η ποινική δίωξη ασκείται, σωρευτικά ή μη, στον διευθυντή ή στον φορολογικό εκπρόσωπο που διατηρούν στην Ελλάδα[6].

 

Για όλα τα ανωτέρω πρόσωπα, η ποινική δίωξη ασκείται όταν κατά τον χρόνο βεβαίωσης των χρεών είχαν αποκτήσει την ως άνω ιδιότητά τους, ανεξαρτήτως αν αργότερα την απέβαλαν για οποιονδήποτε λόγο ή αιτία. Ακόμα, προβλέπεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται και για τα βεβαιωμένα χρέη χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη η λύση των ανωτέρω νομικών προσώπων, αρκεί αυτά να ανάγονται στο χρόνο που ήταν σε λειτουργία. Επίσης, ορίζεται ότι η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί μετά από χρονικό διάστημα τριών μηνών από την στιγμή της απόκτησης της ιδιότητας των ανωτέρω προσώπων, όταν αφορά για ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά το χρονικό σημείο απόκτησης της ιδιότητας τους, ενώ για τα πρόσωπα που δεν είχαν ποινική ευθύνη σχετικά με τα ανωτέρω ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη, ορίζεται ότι διαπράττουν το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο με την συμπλήρωση 4 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις[7], όταν έχουν βεβαιωθεί οφειλές σε πρόσωπο που έχει αποβιώσει, αυτές βαρύνουν τους κληρονόμους του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ποινική δίωξη ασκείται κατά των κληρονόμων μέσα σε χρονικό διάστημα 1 έτους από την πάροδο της προθεσμίας που διέθεταν για αποποίηση της κληρονομίας.

 

Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ιδίου ως άνω νόμου[8], ορίζεται ότι ακόμα και οι συνοφειλέτες και οι εγγυητές ανεξαρτήτως αιτίας, έχουν την ίδια ευθύνη με τους πρωτοφειλέτες και έναντι αυτών το Δημόσιο δύναται να λαμβάνει τα ίδια προστατευτικά μέτρα[9] που έχει στην διάθεσή του για τους πρωτοφειλέτες, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να βεβαιώσει ταμειακά τις επίμαχες οφειλές και στους ίδιους.

 

Τέλος, προβλέπεται[10] αναστολή της ποινικής δίωξης όταν ο οφειλέτης έχει ρυθμίσει την καταβολή των οφειλών του. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται καθ’ όλη την διάρκεια της ρύθμισης και εφόσον αυτή τηρείται με συνέπεια από τον οφειλέτη. Με την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των οφειλών, τελικώς εξαλείφεται το αξιόποινο.

 

 

 

 

Β. Η νέα διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ

 

Το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα τροποποίησε το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990, ειδικότερα, δε, προστέθηκε νέο εδάφιο γ’ στην παράγραφο 1. Σημειωτέο, δε, ότι η εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου άρχισε ήδη από την 1η Ιουλίου 2019 και σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Π.Κ. περί αναδρομικής ισχύος της επιεικέστερης διάταξης του ποινικού νόμου, οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 25 του Ν.1882/1990.

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με την νέα διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ., που προστέθηκε με τον Ν. 4619/2019, στις νέες αιτήσεις των προϊσταμένων της Φορολογικής Διοίκησης αλλά και στον συνοδεύοντα αυτές πίνακα χρεών, τις οποίες υποβάλλουν στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης των οφειλετών, δεν θα περιλαμβάνονται και κατ’ επέκταση δεν θα υπολογίζονται οφειλές που προήλθαν αφ’ ενός από την μη εκτέλεση χρηματικών ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο, αφ’ ετέρου από φορολογικά αδικήματα του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση και τυχών προσαυξήσεων, τόκων και επιβαρύνσεων.

 

Σημειωτέο ότι στο άρθρο 66 του N. 4174/2013[11] ως αδικήματα φοροδιαφυγής θεωρούνται τα αδικήματα με τα οποία επιχειρείται η αποφυγή καταβολής φορολογικών υποχρεώσεων (φόρων μεταβίβασης, φόρων κληρονομίας, φόροι τελών χαρτοσήμου κ.τ.λ.) και εφόσον το αντικείμενο ανέρχεται σε τουλάχιστον 50.000 ευρώ, όταν πρόκειται για Φ.Π.Α. και σε 100.000 ευρώ, όταν πρόκειται για κάθε άλλο φόρο ανά φορολογική χρήση.

 

Στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019, σχετικά με την νέα διάταξη του 469 Π.Κ,  προβλέπεται η κατάργηση ως αυτοτελούς αδικήματος, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990, της μη καταβολής της επιβληθείσας από ποινικό δικαστήριο χρηματικής ποινής αφού το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται πλέον με το άρθρο 80§6 του νέου Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και ποινή στέρησης της ελευθερίας μαζί με χρηματική ποινή. Η ποινή που αφορά την στέρηση της ελευθερίας του κατηγορουμένου θα πρέπει να εκτιθεί σε περίπτωση που δεν γίνει η καταβολή της χρηματικής ποινής.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ανωτέρω αιτιολογική έκθεση, αναγνωρίστηκε η ανορθολογική σύγχυση μεταξύ των δύο νομοθετημάτων, ήτοι του Ν. 1882/1990 (άρθρο 25) και του Ν. 4174/2013 (άρθρο 66), δυνάμει των οποίων αξιολογούνταν διπλά οι φορολογικές παραβάσεις και έτσι, πλέον, οι οφειλές αυτές δεν αποτελούν αντικείμενο του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 αφού η μη καταβολή τους τιμωρείται από τις διοικητικές διατάξεις, ήτοι του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013.

 

Μάλιστα σύμφωνα με την ανωτέρω αιτιολογική έκθεση, το ότι το Δημόσιο βεβαιώνει ταμειακά οφειλές που προέρχονται από φορολογικά αδικήματα, προκειμένου να τις εισπράξει, δεν μπορεί αυτό να χρησιμοποιηθεί για την άσκηση ποινικής δίωξης, αφού παραμένουν ίδιες τόσο η πράξη του αδικήματος όσο και η ζημία του Δημοσίου.

 

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λοιπόν, με την νέα διάταξη του 469 Π.Κ., δόθηκε λύση στο χρόνιο πρόβλημα της ταυτόχρονης δίωξης (και πολλές φορές μάλιστα της ταυτόχρονης καταδίκης) του ίδιου προσώπου για τα αδικήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 Ν. 4174/2013 καθώς και του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, του άρθρου 25 Ν. 1882/1990, τα οποία αφορούσαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

 

Μέχρι την θέσπιση της διάταξης του άρθρου 469 Π.Κ., η ίδια παράβαση που τελούνταν από ίδιο πρόσωπο αντιμετωπιζόταν με βάση τα ανωτέρω δύο νομοθετήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οφθαλμοφανή και στο μέγιστο βαθμό καταστρατήγηση της αρχής «ne bis in idem» που σημαίνει ότι «κανείς δεν διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά δύο φορές για το ίδιο αδίκημα», αρχή που  κατοχυρώνεται στο άρθρο 4§1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

Ωστόσο, το νέο αυτό νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να γίνει αποδεκτό και από την νομολογία. Ειδικά τον πρώτο καιρό ισχύος της νέας διάταξης του άρθρου 469 Π.Κ. παρατηρήθηκε ότι πολλές δικαστικές αποφάσεις ανέβαλλαν την διαδικασία έκδοσης αποφάσεων ώστε να διαπιστωθεί αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών.

 

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα αδικήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 είναι αυτά στα οποία επιβάλλονται φόροι και πρόστιμα, μετά από διαδικασία ελέγχου. Κάποια από αυτά τα αδικήματα είναι για παράδειγμα η μη καταβολή του φόρου εισοδήματος αλλά και λοιπών φόρων (π.χ. ΕΝΦΙΑ), η μη υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος ή η δήλωση ανακριβούς δήλωσης καθώς ακόμα και η μη καταβολή φόρου ΦΠΑ με την μορφή την μη υποβολής της σχετικής δήλωσης ή ακόμα και με την έκδοση εικονικών τιμολογίων.

 

Για όλα τα ανωτέρω αδικήματα που τυποποιούνται στον Ν. 4174/2013, η διαδικασία άσκησης της ποινικής δίωξης: ο αρμόδιος Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ελέγχει τα βιβλία και τα στοιχεία[12] του διοικούμενου-κατηγορούμενου και αν διαπιστωθεί φοροδιαφυγή, εκδίδει τις σχετικές πράξεις καταλογισμού φόρων και προστίμων ανά περίπτωση[13] και έπειτα αιτείται την άσκηση ποινικής δίωξης με σχετική αίτησή του στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Βέβαια, αν η απαίτηση του Δημοσίου εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό, τότε ο κατηγορούμενος-οφειλέτης δύναται να απαλλαγεί.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι ανωτέρω πράξεις καταλογισμού φόρου ή προστίμων εγγράφονται στον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ., ο οποίος υποβάλλεται μαζί με την προαναφερόμενη αίτηση του Προϊσταμένου για άσκηση ποινικής δίωξης, ωστόσο σύμφωνα με την νέα διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ. τα χρέη που εγγράφονται στον ανωτέρω πίνακα χρεών εξαιρούνται από την άσκηση ποινικής δίωξης, όταν αυτά δεν καταβάλλονται.

 

Πλην όμως, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, για όσα αδικήματα περί μη καταβολής των προαναφερόμενων χρεών, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη πριν την θέση σε ισχύ της νέας διάταξης, ήτοι πριν την 1/7/2019, και αυτές εκκρεμούν στα Δικαστήρια, υπάρχει μία σύγχυση ως προς την έκδοση αποφάσεων, αφού αυτά απέχουν ως προς την έκδοση αποφάσεως και συνήθως αναβάλλουν προκειμένου να διαπιστωθεί  εάν τα χρέη που δεν έχουν καταβληθεί είναι αυτά που τυποποιούνται στο άρθρο 66 Ν. 4174/2013, παρά το γεγονός, βέβαια, ότι η διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ. τυγχάνει εφαρμογής ως επιεικέστερη διάταξη και ισχύει και για παλαιότερες υποθέσεις.

 

Λύση στο ανωτέρω πρακτικό ζήτημα επιχείρησε να δώσει η Α.Α.Δ.Ε. με την με αριθμό Ε2125/2019 εγκύκλιό της[14], αλλά μόνο για τις αιτήσεις ποινικής δίωξης μετά την θέσπιση του νέου 469 Π.Κ.. Και αυτό διότι, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω εγκύκλιο, σχετικά με τις νέες αιτήσεις ποινικής δίωξης, οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 25 Ν. 1882/1990, θα πρέπει να εξαιρούνται από τον πίνακα χρεών τα χρέη που προήλθαν από την μη εκτέλεση χρηματικών ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο αλλά και τα χρέη που προήλθαν από τα φορολογικά αδικήματα του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση και τυχών προσαυξήσεων, τόκων και επιβαρύνσεων.

 

Πλην όμως, δεν δίνεται ρητή οδηγία όπως ανωτέρω για τις εκκρεμείς υποθέσεις, παρά μόνο αναφέρεται ότι για αυτές και όταν το συνολικό ποσό οφειλών ξεπερνά τις 100.000 ευρώ, θα πρέπει να προσκομίζεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. βεβαίωση εξέλιξης της οφειλής, η οποία θα προσδιορίζει σαφώς το ύψος της οφειλής και του υπολειπόμενου ποσού μετά την αφαίρεση των ποσών των οφειλών που θεσπίζονται από την νέα διάταξη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν δίνεται ρητά η οδηγία στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. να προσδιορίζουν επακριβώς την γενεσιουργό αιτία κάθε οφειλής, προκειμένου να διευκολυνθεί το Δικαστήριο και να προσχωρήσει στην έκδοση αποφάσεως.

 

Περαιτέρω, σημαντικό είναι το ζήτημα περί ερμηνείας της διάταξης, καθ’ ότι δεν είναι ευκόλως προσδιορίσιμο εάν με την νέα διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ. εξαιρούνται από τον πίνακα χρεών όλα τα φορολογικά αδικήματα του άρθρου 66 Ν. 4174/2013 ανεξαρτήτως ποσού οφειλής ή υπάρχει ένα όριο ποσού. Δεν προσδιορίζεται σαφώς δηλαδή ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει τα φορολογικά αδικήματα οφειλών που είναι άνω των ορίων που ποινικοποιούνται.

 

Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι, με βάση τα ανωτέρω, το Δημόσιο προστατεύεται επαρκώς και αυτοτελώς μόνο για τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 Ν. 4174/2020 αδικήματα και μάλιστα για αυτά με ποσό άνω των 100.000 ευρώ. Αντιθέτως, όταν οι οφειλές είναι κάτω του ορίου των 100.000 ευρώ, με βάση την νέα διάταξη του άρθρου 469 Π.Κ., αυτές πρέπει να εξαιρούνται από τον πίνακα χρεών με αποτέλεσμα να αναιρείται ο σκοπός του νόμου και να μην μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη για χρέη κάτω των 100.000 ευρώ.

 

Με βάση τα ανωτέρω, λοιπόν, όταν πρόκειται για χρέη που τυποποιούνται στο άρθρο 66 Ν. 4174/2013 κάτω από το όριο των 100.000 ευρώ ή όταν πρόκειται για Φ.Π.Α. κάτω των 50.000 ευρώ, για τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 469 Π.Κ. δεν δύναται να ασκηθεί ποινική δίωξη, θα πρέπει αυτά να μην περιλαμβάνονται στον πίνακα χρεών και κατ’ επέκταση να επιβάλλονται μόνο διοικητικές κυρώσεις. Στον πίνακα χρεών προκειμένου να προσδιορισθεί η ποινική ευθύνη του οφειλέτη πρέπει να αναφέρονται μόνο οι οφειλές που εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 66 Ν. 4174/2013, χωρίς να υπάρχει όριο ποσού. Τέτοιου είδους χρέη αποτελούν οι φόροι που βεβαιώνονται και εισπράττονται από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και δεν αποτελούν αδικήματα φοροδιαφυγής, όπως είναι τα χρέη από φόρους μεταβίβασης , κληρονομίας ή τελών χαρτοσήμου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Συμπεράσματα

 

Η θέσπιση της ποινικοποίησης των αδικημάτων φοροδιαφυγής αποτελεί μείζον ζήτημα και καθίσταται αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου να φέρονται ενώπιον της Δικαιοσύνης όλοι όσοι φοροδιαφεύγουν και δεν είναι συνεπείς με αποτέλεσμα οι πράξεις τους αυτές να στρέφονται κατά το κοινωνικό σύνολο εν γένει.

 

Ακόμα, η ποινικοποίηση της φοροδιαφυγής είναι απαραίτητη ώστε να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών αλλά και να δημιουργηθεί φορολογική συνείδηση στο κοινωνικό σύνολο εν γένει.

 

Από την ανωτέρω άποψη η απειλή άσκησης ποινική δίωξης αποτελεί μέτρο για την πρόληψη της ανωτέρω παραβατικής συμπεριφοράς. Όμως για να ικανοποιηθεί η ratio του νόμου, θα πρέπει η άσκηση της ποινικής δίωξης αλλά και η δικαστηριακή πρακτική να είναι εκλογικευμένη, αναγκαία και ανάλογη ως προς την διαπιστωθείσα ποινικά κολάσιμη πράξη.

 

Τα ανωτέρω περιγραφόμενα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συμβούν όταν αξιολογείται ποινικά δύο φορές το ίδιο αδίκημα, ήτοι της φοροδιαφυγής, όπως τυποποιείται στο άρθρο 66 Ν. 4174/2013, αλλά και της μη καταβολής βεβαιωμένου χρέους, όπως τυποποιείται στο άρθρο 25 Ν. 1882/1990.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφικές Πηγές

 

  • Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

 

  • Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 170/26-07-2013)

 

  • Ν. 4337/2015 «Μέτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», (Φ.Ε.Κ. Α’ 129/17.10.2015)

 

  • Εγκύκλιος Α.Α.Δ.Ε. με αρ. Ε2125/2019 και Α.Δ.Α. 6Γ7Α46ΜΠ3Ζ-5ΒΣ με θέμα «Κοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) περί του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο»

 

[1]Άρθρο 8 Ν. 4337/2015 «Μέτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», (Φ.Ε.Κ. Α’ 129/17.10.2015)

[2]άρθρο 25§2 α) Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

[3]άρθρο 25§2 β) Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

[4]άρθρο 25§2 γ) Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

[5]άρθρο 25§2 δ) Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

[6]άρθρο 25§2 ε) Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

[7]άρθρο 25§4 Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

[8]άρθρο 25§6 Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

[9]άρθρο 46 Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 170/26-07-2013)

[10]άρθρο 25§5 Ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 43/23-03-1990)

 

[11]άρθρο 66§§1,2 Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 170/26-07-2013)

[12]άρθρο 24 Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 170/26-07-2013)

[13]άρθρα 28 & 30 Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 170/26-07-2013)

[14]Εγκύκλιος Α.Α.Δ.Ε. με αρ. Ε2125/2019 και Α.Δ.Α. 6Γ7Α46ΜΠ3Ζ-5ΒΣ με θέμα «Κοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) περί του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο»